Ancient Greek-English Dictionary Language

φυλλοχοέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: φυλλοχοέω

Structure: φυλλοχοέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from fulloxo/os

Sense

  1. to shed leaves or hair

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φυλλοχόω φυλλοχόεις φυλλοχόει
Dual φυλλοχόειτον φυλλοχόειτον
Plural φυλλοχόουμεν φυλλοχόειτε φυλλοχόουσιν*
SubjunctiveSingular φυλλοχόω φυλλοχόῃς φυλλοχόῃ
Dual φυλλοχόητον φυλλοχόητον
Plural φυλλοχόωμεν φυλλοχόητε φυλλοχόωσιν*
OptativeSingular φυλλοχόοιμι φυλλοχόοις φυλλοχόοι
Dual φυλλοχόοιτον φυλλοχοοίτην
Plural φυλλοχόοιμεν φυλλοχόοιτε φυλλοχόοιεν
ImperativeSingular φυλλοχο͂ει φυλλοχοεῖτω
Dual φυλλοχόειτον φυλλοχοεῖτων
Plural φυλλοχόειτε φυλλοχοοῦντων, φυλλοχοεῖτωσαν
Infinitive φυλλοχόειν
Participle MasculineFeminineNeuter
φυλλοχοων φυλλοχοουντος φυλλοχοουσα φυλλοχοουσης φυλλοχοουν φυλλοχοουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φυλλοχόουμαι φυλλοχόει, φυλλοχόῃ φυλλοχόειται
Dual φυλλοχόεισθον φυλλοχόεισθον
Plural φυλλοχοοῦμεθα φυλλοχόεισθε φυλλοχόουνται
SubjunctiveSingular φυλλοχόωμαι φυλλοχόῃ φυλλοχόηται
Dual φυλλοχόησθον φυλλοχόησθον
Plural φυλλοχοώμεθα φυλλοχόησθε φυλλοχόωνται
OptativeSingular φυλλοχοοίμην φυλλοχόοιο φυλλοχόοιτο
Dual φυλλοχόοισθον φυλλοχοοίσθην
Plural φυλλοχοοίμεθα φυλλοχόοισθε φυλλοχόοιντο
ImperativeSingular φυλλοχόου φυλλοχοεῖσθω
Dual φυλλοχόεισθον φυλλοχοεῖσθων
Plural φυλλοχόεισθε φυλλοχοεῖσθων, φυλλοχοεῖσθωσαν
Infinitive φυλλοχόεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
φυλλοχοουμενος φυλλοχοουμενου φυλλοχοουμενη φυλλοχοουμενης φυλλοχοουμενον φυλλοχοουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to shed leaves or hair

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION