헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φραστικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φραστικός

형태분석: φραστικ (어간) + ος (어미)

  1. 웅변인, 유창한
  1. indicative, expressive
  2. eloquent

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 φραστικός

(이)가

φραστική

(이)가

φράστικον

(것)가

속격 φραστικοῦ

(이)의

φραστικῆς

(이)의

φραστίκου

(것)의

여격 φραστικῷ

(이)에게

φραστικῇ

(이)에게

φραστίκῳ

(것)에게

대격 φραστικόν

(이)를

φραστικήν

(이)를

φράστικον

(것)를

호격 φραστικέ

(이)야

φραστική

(이)야

φράστικον

(것)야

쌍수주/대/호 φραστικώ

(이)들이

φραστικᾱ́

(이)들이

φραστίκω

(것)들이

속/여 φραστικοῖν

(이)들의

φραστικαῖν

(이)들의

φραστίκοιν

(것)들의

복수주격 φραστικοί

(이)들이

φραστικαί

(이)들이

φράστικα

(것)들이

속격 φραστικῶν

(이)들의

φραστικῶν

(이)들의

φραστίκων

(것)들의

여격 φραστικοῖς

(이)들에게

φραστικαῖς

(이)들에게

φραστίκοις

(것)들에게

대격 φραστικούς

(이)들을

φραστικᾱ́ς

(이)들을

φράστικα

(것)들을

호격 φραστικοί

(이)들아

φραστικαί

(이)들아

φράστικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Τοῦτον διεδέξατο Λύκων Ἀστυάνακτοσ Τρωαδεύσ, φραστικὸσ ἀνὴρ καὶ περὶ παίδων ἀγωγὴν ἄκρωσ συντεταγμένοσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. d'. LUKWN 1:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. d'. LUKWN 1:1)

유의어

  1. 웅변인

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION