Ancient Greek-English Dictionary Language

φιλοκερδής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: φιλοκερδής φιλοκερδές

Structure: φιλοκερδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ke/rdos

Sense

  1. greedy of gain

Examples

  • τὸν δ’ ἐν χερσὶ καὶ περὶ τὸ σῶμα πλοῦτον ᾤετό τι καὶ φρονήματοσ παρέχειν τοῖσ φιλοτιμοτέροισ, τοὺσ δὲ φιλοκερδεῖσ καὶ μαχιμωτέρουσ ποιεῖν, ὥσπερ κτημάτων τῶν ὅπλων περιεχομένουσ. (Plutarch, Brutus, chapter 38 4:1)
  • τοὺσ δὲ ἄλλουσ, ἔφην ἐγώ, εἰ ἐγκρατεῖσ τέ εἰσιν ὧν σὺ κελεύεισ καὶ πρὸσ τὸ φιλοκερδεῖσ εἶναι μετρίωσ ἔχουσι, πῶσ ἐκδιδάσκεισ ὧν σὺ βούλει ἐπιμελεῖσ γίγνεσθαι; (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 12 17:1)
  • ὥστε ὁρῶντεσ πλουσιωτέρουσ γιγνομένουσ τοὺσ δικαίουσ τῶν ἀδίκων πολλοὶ καὶ φιλοκερδεῖσ ὄντεσ εὖ μάλα ἐπιμένουσι τῷ μὴ ἀδικεῖν. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 14 8:2)
  • τί ποτέ ἐστιν, καὶ τίνεσ οἱ φιλοκερδεῖσ; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 2:2)
  • εἰ γὰρ ἀγνοοῦντεσ, ἀνοήτουσ λέγεισ τοὺσ φιλοκερδεῖσ. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 2:5)

Synonyms

  1. greedy of gain

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION