헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φιλοκερδής

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φιλοκερδής φιλοκερδές

형태분석: φιλοκερδη (어간) + ς (어미)

어원: ke/rdos

  1. greedy of gain

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 φιλοκερδής

(이)가

φιλόκερδες

(것)가

속격 φιλοκερδούς

(이)의

φιλοκέρδους

(것)의

여격 φιλοκερδεί

(이)에게

φιλοκέρδει

(것)에게

대격 φιλοκερδή

(이)를

φιλόκερδες

(것)를

호격 φιλοκερδές

(이)야

φιλόκερδες

(것)야

쌍수주/대/호 φιλοκερδεί

(이)들이

φιλοκέρδει

(것)들이

속/여 φιλοκερδοίν

(이)들의

φιλοκέρδοιν

(것)들의

복수주격 φιλοκερδείς

(이)들이

φιλοκέρδη

(것)들이

속격 φιλοκερδών

(이)들의

φιλοκέρδων

(것)들의

여격 φιλοκερδέσιν*

(이)들에게

φιλοκέρδεσιν*

(것)들에게

대격 φιλοκερδείς

(이)들을

φιλοκέρδη

(것)들을

호격 φιλοκερδείς

(이)들아

φιλοκέρδη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὔτε γὰρ ἐν ἡδοναῖσ μεγάλαισ μὲν ἀτόποισ δὲ καὶ βλαβεραῖσ οἱο͂́ν τε τὴν διάνοιαν ἠρεμεῖν μὴ πολλάκισ ἐν ἐξουσίᾳ τοῦ ἀπολαύειν καταφρονήσασαν, οὔτε λήμματα μοχθηρὰ καὶ πλεονεξίασ μεγάλασ εἰσ ἐφικτὸν ἡκούσασ ὑπερβῆναι ῥᾴδιον ᾧτινι μὴ πόρρωθεν ἐνδέδεται καὶ κεκόλασται τὸ φιλοκερδέσ, ἀλλ’ οἷσ ἔξεστιν ἀνέδην εἰσ τὸ κερδαίνειν ἀνατεθραμμένον σπαργᾷ πρὸσ τὰσ ἀδικίασ μάλα μόλισ καὶ χαλεπῶσ τοῦ πλεονεκτεῖν ἀπεχόμενον. (Plutarch, De genio Socratis, section 15 10:3)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 15 10:3)

  • τί γὰρ τὸ φιλοκερδέσ; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 2:1)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 2:1)

  • ἆρ’ οὖν καὶ τὴν ἡδονὴν αὐτοῦ καὶ φιλίαν εἰ φαῖμεν εἶναι τοῦ κέρδουσ, μάλιστ’ ἂν εἰσ ἓν κεφάλαιον ἀπερειδοίμεθα τῷ λόγῳ, ὥστε τι ἡμῖν αὐτοῖσ δηλοῦν, ὁπότε τοῦτο τῆσ ψυχῆσ τὸ μέροσ λέγοιμεν, καὶ καλοῦντεσ αὐτὸ φιλοχρήματον καὶ φιλοκερδὲσ ὀρθῶσ ἂν καλοῖμεν; (Plato, Republic, book 9 233:1)

    (플라톤, Republic, book 9 233:1)

  • διὰ ταῦτα δὴ καὶ ἀνθρώπων λέγομεν τὰ πρῶτα τριττὰ γένη εἶναι, φιλόσοφον, φιλόνικον, φιλοκερδέσ; (Plato, Republic, book 9 247:1)

    (플라톤, Republic, book 9 247:1)

유의어

  1. greedy of gain

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION