Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐπρόσοδος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐπρόσοδος εὐπρόσοδον

Structure: εὐπροσοδ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. accessible, affable
  2. easily accessible

Examples

  • καθεζόμενοσ, εὐπρόσοδόν τε καὶ πρᾷον καὶ φιλάνθρωπον τοῖσ ἐπὶ τὴν δικαιοδοσίαν ἀφικνουμένοισ ἑαυτὸν παρεῖχε καὶ παρεσκεύασεν ἀριστοκρατικὴν οὕτωσ φανῆναι τὴν πολιτείαν, ὥστε μήτε δημάρχων δεηθῆναι τοὺσ διὰ πενίαν ἢ δυσγένειαν ἢ ἄλλην τινὰ ταπεινότητα ὑπὸ τῶν κρειττόνων κατισχυομένουσ, μήτε καινῆσ νομοθεσίασ πόθον ἔχειν ἔτι τοὺσ ἐν ἰσηγορίᾳ πολιτεύεσθαι βουλομένουσ, ἀλλ’ ἀγαπᾶν τε καὶ χαίρειν ἅπαντασ ἐπὶ τῇ τότε κατασχούσῃ τὴν πόλιν εὐνομίᾳ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 19 2:1)

Synonyms

  1. accessible

  2. easily accessible

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION