Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐάγκαλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: εὐάγκαλος εὐάγκαλον

Structure: εὐαγκαλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)gka/lh

Sense

  1. easy to bear in the arms

Examples

  • μνήμην , ὥσπερ ἡ Κλυμένη λέγουσα μισῶ δ’ εὐάγκαλον τόξον κρανείασ, γυμνάσιά δ’ οἴχετ ἀεὶ φεύγουσα καὶ τρέμουσα τὴν ὑπόμνησιν τοῦ παιδόσ, ὅτι συμπαροῦσαν λύπην εἶχεν· (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 3 1:1)
  • "περὶ δὲ τῆσ γῆσ ἴσωσ Αἰσχύλοσ ὑμᾶσ πέπεικεν, ὡσ ὁ Ἄτλασ ἕστηκε, κίον’ οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸσ ὤμοισ ἐρείδων, ἄχθοσ οὐκ εὐάγκαλον εἰ τῇ μὲν σελήνῃ κοῦφοσ ἀὴρ ὑποτρέχει καὶ στερεὸν ὄγκον οὐκ ἐχέγγυοσ ἐνεγκεῖν, τὴν δὲ γῆν κατὰ Πίνδαρον ἀδαμαντοπέδιλοι κίονεσ περιέχουσι· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 6 1:6)
  • οὐ δῆτ’ ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τύχαι τείρουσ’ Ἄτλαντοσ, ὃσ πρὸσ ἑσπέρουσ τόπουσ ἕστηκε κίον’ οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸσ ὤμοισ ἐρείδων, ἄχθοσ οὐκ εὐάγκαλον. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 3:7)

Synonyms

  1. easy to bear in the arms

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION