Ancient Greek-English Dictionary Language

σιδηροφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σιδηροφόρος σιδηροφόρον

Structure: σιδηροφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. bearing arms or tools

Examples

  • αἰεὶ γὰρ μάρναντο σιδηροφόρου περὶ γαίησ. (Apollodorus, Argonautica, book 2 2:44)
  • ἀλλὰ σιδηροφόρον στυφελὴν χθόνα γατομέοντεσ ὦνον ἀμείβονται βιοτήσιον, οὐδέ ποτέ σφιν ἠὼσ ἀντέλλει καμάτων ἄτερ, ἀλλὰ κελαινῇ λιγνύι καὶ καπνῷ κάματον βαρὺν ὀτλεύουσιν. (Apollodorus, Argonautica, book 2 17:3)
  • πρὸσ τοὺσ αὐτούσ στῆλαι, καὶ πλακόεντεσ ἐν οὔρεσιν, ἔργα Γιγάντων, τύμβοι, καὶ φθιμένων ἄφθιτε μνημοσύνη, σεισμὸσ πάντα βράσειεν, ἐμοῖσ νεκύεσσιν ἀρήγων, οἷσ ἔπι χεὶρ ὀλοὴ ἦλθε σιδηροφόροσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2031)

Synonyms

  1. bearing arms or tools

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION