헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐποφείλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐποφείλω

형태분석: ἐπ (접두사) + ὀφείλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to owe besides or still

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποφείλω

ἐποφείλεις

ἐποφείλει

쌍수 ἐποφείλετον

ἐποφείλετον

복수 ἐποφείλομεν

ἐποφείλετε

ἐποφείλουσιν*

접속법단수 ἐποφείλω

ἐποφείλῃς

ἐποφείλῃ

쌍수 ἐποφείλητον

ἐποφείλητον

복수 ἐποφείλωμεν

ἐποφείλητε

ἐποφείλωσιν*

기원법단수 ἐποφείλοιμι

ἐποφείλοις

ἐποφείλοι

쌍수 ἐποφείλοιτον

ἐποφειλοίτην

복수 ἐποφείλοιμεν

ἐποφείλοιτε

ἐποφείλοιεν

명령법단수 ἐπόφειλε

ἐποφειλέτω

쌍수 ἐποφείλετον

ἐποφειλέτων

복수 ἐποφείλετε

ἐποφειλόντων, ἐποφειλέτωσαν

부정사 ἐποφείλειν

분사 남성여성중성
ἐποφειλων

ἐποφειλοντος

ἐποφειλουσα

ἐποφειλουσης

ἐποφειλον

ἐποφειλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποφείλομαι

ἐποφείλει, ἐποφείλῃ

ἐποφείλεται

쌍수 ἐποφείλεσθον

ἐποφείλεσθον

복수 ἐποφειλόμεθα

ἐποφείλεσθε

ἐποφείλονται

접속법단수 ἐποφείλωμαι

ἐποφείλῃ

ἐποφείληται

쌍수 ἐποφείλησθον

ἐποφείλησθον

복수 ἐποφειλώμεθα

ἐποφείλησθε

ἐποφείλωνται

기원법단수 ἐποφειλοίμην

ἐποφείλοιο

ἐποφείλοιτο

쌍수 ἐποφείλοισθον

ἐποφειλοίσθην

복수 ἐποφειλοίμεθα

ἐποφείλοισθε

ἐποφείλοιντο

명령법단수 ἐποφείλου

ἐποφειλέσθω

쌍수 ἐποφείλεσθον

ἐποφειλέσθων

복수 ἐποφείλεσθε

ἐποφειλέσθων, ἐποφειλέσθωσαν

부정사 ἐποφείλεσθαι

분사 남성여성중성
ἐποφειλομενος

ἐποφειλομενου

ἐποφειλομενη

ἐποφειλομενης

ἐποφειλομενον

ἐποφειλομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to owe besides or still

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION