헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιτερπής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιτερπής ἐπιτερπές

형태분석: ἐπιτερπη (어간) + ς (어미)

어원: te/rpw

  1. 유쾌한, 즐거운, 흥겨운
  1. pleasing, delightful
  2. devoted to pleasure

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπιτερπής

유쾌한 (이)가

ἐπίτερπες

유쾌한 (것)가

속격 ἐπιτερπούς

유쾌한 (이)의

ἐπιτέρπους

유쾌한 (것)의

여격 ἐπιτερπεί

유쾌한 (이)에게

ἐπιτέρπει

유쾌한 (것)에게

대격 ἐπιτερπή

유쾌한 (이)를

ἐπίτερπες

유쾌한 (것)를

호격 ἐπιτερπές

유쾌한 (이)야

ἐπίτερπες

유쾌한 (것)야

쌍수주/대/호 ἐπιτερπεί

유쾌한 (이)들이

ἐπιτέρπει

유쾌한 (것)들이

속/여 ἐπιτερποίν

유쾌한 (이)들의

ἐπιτέρποιν

유쾌한 (것)들의

복수주격 ἐπιτερπείς

유쾌한 (이)들이

ἐπιτέρπη

유쾌한 (것)들이

속격 ἐπιτερπών

유쾌한 (이)들의

ἐπιτέρπων

유쾌한 (것)들의

여격 ἐπιτερπέσιν*

유쾌한 (이)들에게

ἐπιτέρπεσιν*

유쾌한 (것)들에게

대격 ἐπιτερπείς

유쾌한 (이)들을

ἐπιτέρπη

유쾌한 (것)들을

호격 ἐπιτερπείς

유쾌한 (이)들아

ἐπιτέρπη

유쾌한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐπιτερπὲσ δ’ ἱκανῶσ καὶ ἄλλο συμπόσιον ἦν ἐπὶ τῇ τοῦ μεγίστου οἴκου στέγῃ κείμενον, σκηνῆσ ἔχον τάξιν ᾧ στέγη μὲν οὐκ ἐπῆν, διατόναια δὲ τοξοειδῆ διὰ ποσοῦ τινοσ ἐνετέτατο διαστήματοσ, ἐφ’ ὧν αὐλαῖαι κατὰ τὸν ἀνάπλουν ἁλουργεῖσ ἐνεπετάννυντο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3736)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3736)

  • τί γὰρ χαλεπόν ἐστιν ἐν ταῖσ ὁδοῖσ τὰσ ἐπὶ τῶν τάφων ἐπιγραφὰσ μὴ ἀναγινώσκειν, ἢ τί δυσχερὲσ ἐν τοῖσ περιπάτοισ τὰ κατὰ τῶν τοίχων γράμματα τῇ ὄψει παρατρέχειν, ὑποβάλλοντασ αὑτοῖσ ὅτι χρήσιμον οὐθὲν οὐδ’ ἐπιτερπὲσ ἐν τούτοισ γέγραπται· (Plutarch, De curiositate, section 114)

    (플루타르코스, De curiositate, section 114)

  • τὰ γὰρ πολλὰ τοιαῦτα τῶν ἐν ταῖσ οἰκίαισ, σκευάρια κείμενα καὶ θεραπαινίδια καθεζόμενα καὶ σπουδαῖον οὐδὲν οὐδ’ ἐπιτερπέσ. (Plutarch, De curiositate, section 124)

    (플루타르코스, De curiositate, section 124)

  • τί γὰρ χαλεπόν ἐστιν ἐν ταῖσ ὁδοῖσ τὰσ ἐπὶ τῶν τάφων ἐπιγραφὰσ μὴ ἀναγιγνώσκειν, ἢ τί δυσχερὲσ ἐν τοῖσ περιπάτοισ τὰ κατὰ τῶν τοίχων γράμματα τῇ ὄψει παρατρέχειν, ὑποβάλλοντασ αὑτοῖσ ὅτι χρήσιμον οὐδὲν οὐδ’ ἐπιτερπὲσ ἐν τούτοισ γέγραπται· (Plutarch, De curiositate, section 11 1:4)

    (플루타르코스, De curiositate, section 11 1:4)

  • τὰ γὰρ πολλὰ τοιαῦτα τῶν ἐν ταῖσ οἰκίαισ, σκευάρια κείμενα καὶ θεραπαινίδια καθεζόμενα καὶ σπουδαῖον οὐδὲν οὐδ’ ἐπιτερπέσ. (Plutarch, De curiositate, section 12 1:3)

    (플루타르코스, De curiositate, section 12 1:3)

유의어

  1. 유쾌한

  2. devoted to pleasure

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION