- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιρρεπής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: epirrepēs 고전 발음: [에삐레뻬:] 신약 발음: [애삐래뻬]

기본형: ἐπιρρεπής ἐπιρρεπές

형태분석: ἐπιρρεπη (어간) + ς (어미)

  1. leaning towards

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπιρρεπής

(이)가

ἐπίρρεπες

(것)가

속격 ἐπιρρεπούς

(이)의

ἐπιρρέπους

(것)의

여격 ἐπιρρεπεί

(이)에게

ἐπιρρέπει

(것)에게

대격 ἐπιρρεπή

(이)를

ἐπίρρεπες

(것)를

호격 ἐπιρρεπές

(이)야

ἐπίρρεπες

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπιρρεπεί

(이)들이

ἐπιρρέπει

(것)들이

속/여 ἐπιρρεποίν

(이)들의

ἐπιρρέποιν

(것)들의

복수주격 ἐπιρρεπείς

(이)들이

ἐπιρρέπη

(것)들이

속격 ἐπιρρεπών

(이)들의

ἐπιρρέπων

(것)들의

여격 ἐπιρρεπέσι(ν)

(이)들에게

ἐπιρρέπεσι(ν)

(것)들에게

대격 ἐπιρρεπείς

(이)들을

ἐπιρρέπη

(것)들을

호격 ἐπιρρεπείς

(이)들아

ἐπιρρέπη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ δ᾿ ἀκίνδυνος καὶ πρὸς οὐδέτερον ἐπιρρεπέστερος. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 602)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 602)

  • αἰτίας γενομένης τοῦ ἐμπρησθῆναι τὰ ἐν Περσεπόλει βασίλεια, αὕτη δὲ ἡ Θαϊ`ς μετὰ τὸν Ἀλεξάνδρου θάνατον καὶ Πτολεμαίῳ ἐγαμήθη τῷ πρώτῳ βασιλεύσαντι Αἰγύπτου καὶ ἐγέννησεν αὐτῷ Λεοντίσκον καὶ Λάγον, θυγατέρα δὲ Εἰρήνην, ἣν ἔγημεν Εὔνοστος ὁ Σόλων τῶν ἐν Κύπρῳ βασιλεύς, καὶ ὁ δεύτερος δὲ τῆς Αἰγύπτου βασιλεύς, Φιλάδελφος δ ἐπίκλην, ὡς ἱστορεῖ ὁ Εὐεργέτης Πτολεμαῖος ἐν τῷ τρίτῳ τῶν Ὑπομνημάτων, πλείστας ἔσχεν ἐρωμένας, Διδύμην μὲν μίαν τῶν ἐπιχωρίων γυναικῶν μάλ εὐπρεπεστάτην τὴν ὄψιν καὶ Βιλιστίχην, ἔτι δὲ Ἀγαθόκλειαν καὶ Στρατονίκην, ἧς τὸ μέγα μνημεῖον ὑπῆρχεν ἐπὶ τῇ πρὸς Ἐλευσῖνι θαλάσσῃ, καὶ Μύρτιον καὶ ἄλλας δὲ πλείστας, ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 37 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 37 3:1)

  • Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦς- ιν μαθεῖν ἐπιρρέπει: (Aeschylus, Agamemnon, choral, antistrophe 6 1:3)

    (아이스킬로스, 아가멤논, choral, antistrophe 6 1:3)

  • τὸ μὲν γὰρ δεξιὸν κέρας ἐπιρρεπέστερον ὑπῆρχεν ἑκατέροις, τὸ δ ἀριστερὸν ὑποδεέστερον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 2 3:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 20, chapter 2 3:3)

  • Ζεὺς γάρ τοι τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει ἄλλοτε ἄλλως, ἄλλοτε μὲν πλουτεῖν, ἄλλοτε μηδὲν ἔχειν. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-138982)

    (작자 미상, 비가, , 1386-138982)

유의어

  1. leaning towards

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION