헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιλαμπρύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιλαμπρύνω ἐπιλαμπρυνῶ

형태분석: ἐπι (접두사) + λαμπρύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 꾸미다, 장식하다, 윤색하다
  1. to make splendid, adorn

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιλαμπρύνω

(나는) 꾸민다

ἐπιλαμπρύνεις

(너는) 꾸민다

ἐπιλαμπρύνει

(그는) 꾸민다

쌍수 ἐπιλαμπρύνετον

(너희 둘은) 꾸민다

ἐπιλαμπρύνετον

(그 둘은) 꾸민다

복수 ἐπιλαμπρύνομεν

(우리는) 꾸민다

ἐπιλαμπρύνετε

(너희는) 꾸민다

ἐπιλαμπρύνουσιν*

(그들은) 꾸민다

접속법단수 ἐπιλαμπρύνω

(나는) 꾸미자

ἐπιλαμπρύνῃς

(너는) 꾸미자

ἐπιλαμπρύνῃ

(그는) 꾸미자

쌍수 ἐπιλαμπρύνητον

(너희 둘은) 꾸미자

ἐπιλαμπρύνητον

(그 둘은) 꾸미자

복수 ἐπιλαμπρύνωμεν

(우리는) 꾸미자

ἐπιλαμπρύνητε

(너희는) 꾸미자

ἐπιλαμπρύνωσιν*

(그들은) 꾸미자

기원법단수 ἐπιλαμπρύνοιμι

(나는) 꾸미기를 (바라다)

ἐπιλαμπρύνοις

(너는) 꾸미기를 (바라다)

ἐπιλαμπρύνοι

(그는) 꾸미기를 (바라다)

쌍수 ἐπιλαμπρύνοιτον

(너희 둘은) 꾸미기를 (바라다)

ἐπιλαμπρυνοίτην

(그 둘은) 꾸미기를 (바라다)

복수 ἐπιλαμπρύνοιμεν

(우리는) 꾸미기를 (바라다)

ἐπιλαμπρύνοιτε

(너희는) 꾸미기를 (바라다)

ἐπιλαμπρύνοιεν

(그들은) 꾸미기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιλάμπρυνε

(너는) 꾸며라

ἐπιλαμπρυνέτω

(그는) 꾸며라

쌍수 ἐπιλαμπρύνετον

(너희 둘은) 꾸며라

ἐπιλαμπρυνέτων

(그 둘은) 꾸며라

복수 ἐπιλαμπρύνετε

(너희는) 꾸며라

ἐπιλαμπρυνόντων, ἐπιλαμπρυνέτωσαν

(그들은) 꾸며라

부정사 ἐπιλαμπρύνειν

꾸미는 것

분사 남성여성중성
ἐπιλαμπρυνων

ἐπιλαμπρυνοντος

ἐπιλαμπρυνουσα

ἐπιλαμπρυνουσης

ἐπιλαμπρυνον

ἐπιλαμπρυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιλαμπρύνομαι

(나는) 꾸며진다

ἐπιλαμπρύνει, ἐπιλαμπρύνῃ

(너는) 꾸며진다

ἐπιλαμπρύνεται

(그는) 꾸며진다

쌍수 ἐπιλαμπρύνεσθον

(너희 둘은) 꾸며진다

ἐπιλαμπρύνεσθον

(그 둘은) 꾸며진다

복수 ἐπιλαμπρυνόμεθα

(우리는) 꾸며진다

ἐπιλαμπρύνεσθε

(너희는) 꾸며진다

ἐπιλαμπρύνονται

(그들은) 꾸며진다

접속법단수 ἐπιλαμπρύνωμαι

(나는) 꾸며지자

ἐπιλαμπρύνῃ

(너는) 꾸며지자

ἐπιλαμπρύνηται

(그는) 꾸며지자

쌍수 ἐπιλαμπρύνησθον

(너희 둘은) 꾸며지자

ἐπιλαμπρύνησθον

(그 둘은) 꾸며지자

복수 ἐπιλαμπρυνώμεθα

(우리는) 꾸며지자

ἐπιλαμπρύνησθε

(너희는) 꾸며지자

ἐπιλαμπρύνωνται

(그들은) 꾸며지자

기원법단수 ἐπιλαμπρυνοίμην

(나는) 꾸며지기를 (바라다)

ἐπιλαμπρύνοιο

(너는) 꾸며지기를 (바라다)

ἐπιλαμπρύνοιτο

(그는) 꾸며지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιλαμπρύνοισθον

(너희 둘은) 꾸며지기를 (바라다)

ἐπιλαμπρυνοίσθην

(그 둘은) 꾸며지기를 (바라다)

복수 ἐπιλαμπρυνοίμεθα

(우리는) 꾸며지기를 (바라다)

ἐπιλαμπρύνοισθε

(너희는) 꾸며지기를 (바라다)

ἐπιλαμπρύνοιντο

(그들은) 꾸며지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιλαμπρύνου

(너는) 꾸며져라

ἐπιλαμπρυνέσθω

(그는) 꾸며져라

쌍수 ἐπιλαμπρύνεσθον

(너희 둘은) 꾸며져라

ἐπιλαμπρυνέσθων

(그 둘은) 꾸며져라

복수 ἐπιλαμπρύνεσθε

(너희는) 꾸며져라

ἐπιλαμπρυνέσθων, ἐπιλαμπρυνέσθωσαν

(그들은) 꾸며져라

부정사 ἐπιλαμπρύνεσθαι

꾸며지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιλαμπρυνομενος

ἐπιλαμπρυνομενου

ἐπιλαμπρυνομενη

ἐπιλαμπρυνομενης

ἐπιλαμπρυνομενον

ἐπιλαμπρυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπελάμπρυνον

(나는) 꾸미고 있었다

ἐπελάμπρυνες

(너는) 꾸미고 있었다

ἐπελάμπρυνεν*

(그는) 꾸미고 있었다

쌍수 ἐπελαμπρύνετον

(너희 둘은) 꾸미고 있었다

ἐπελαμπρυνέτην

(그 둘은) 꾸미고 있었다

복수 ἐπελαμπρύνομεν

(우리는) 꾸미고 있었다

ἐπελαμπρύνετε

(너희는) 꾸미고 있었다

ἐπελάμπρυνον

(그들은) 꾸미고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπελαμπρυνόμην

(나는) 꾸며지고 있었다

ἐπελαμπρύνου

(너는) 꾸며지고 있었다

ἐπελαμπρύνετο

(그는) 꾸며지고 있었다

쌍수 ἐπελαμπρύνεσθον

(너희 둘은) 꾸며지고 있었다

ἐπελαμπρυνέσθην

(그 둘은) 꾸며지고 있었다

복수 ἐπελαμπρυνόμεθα

(우리는) 꾸며지고 있었다

ἐπελαμπρύνεσθε

(너희는) 꾸며지고 있었다

ἐπελαμπρύνοντο

(그들은) 꾸며지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περὶ τοὺσ ὀδόντασ τε γὰρ ἡ κροῦσισ τοῦ πνεύματοσ γίνεται μικρὸν ἀνοιγομένου τοῦ στόματοσ καὶ οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλῶν τὸν ἦχον. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1430)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1430)

유의어

  1. 꾸미다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION