Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπικινδυνεύομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: ἐπικινδυνεύομαι

Structure: ἐπι (Prefix) + κινδυνεύ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to be risked

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπικινδυνεύομαι ἐπικινδυνεύει, ἐπικινδυνεύῃ ἐπικινδυνεύεται
Dual ἐπικινδυνεύεσθον ἐπικινδυνεύεσθον
Plural ἐπικινδυνευόμεθα ἐπικινδυνεύεσθε ἐπικινδυνεύονται
SubjunctiveSingular ἐπικινδυνεύωμαι ἐπικινδυνεύῃ ἐπικινδυνεύηται
Dual ἐπικινδυνεύησθον ἐπικινδυνεύησθον
Plural ἐπικινδυνευώμεθα ἐπικινδυνεύησθε ἐπικινδυνεύωνται
OptativeSingular ἐπικινδυνευοίμην ἐπικινδυνεύοιο ἐπικινδυνεύοιτο
Dual ἐπικινδυνεύοισθον ἐπικινδυνευοίσθην
Plural ἐπικινδυνευοίμεθα ἐπικινδυνεύοισθε ἐπικινδυνεύοιντο
ImperativeSingular ἐπικινδυνεύου ἐπικινδυνευέσθω
Dual ἐπικινδυνεύεσθον ἐπικινδυνευέσθων
Plural ἐπικινδυνεύεσθε ἐπικινδυνευέσθων, ἐπικινδυνευέσθωσαν
Infinitive ἐπικινδυνεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπικινδυνευομενος ἐπικινδυνευομενου ἐπικινδυνευομενη ἐπικινδυνευομενης ἐπικινδυνευομενον ἐπικινδυνευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be risked

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION