헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικερτομέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικερτομέω ἐπικερτομήσω

형태분석: ἐπι (접두사) + κερτομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 비웃다, 조롱하다, 흉내내다, ~를 비웃다
  2. 비난하다, 나무라다, 흠을 잡다, 질책하다
  1. to mock, in mockery, laughingly
  2. to reproach, to teaze, plague

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικερτομῶ

(나는) 비웃는다

ἐπικερτομεῖς

(너는) 비웃는다

ἐπικερτομεῖ

(그는) 비웃는다

쌍수 ἐπικερτομεῖτον

(너희 둘은) 비웃는다

ἐπικερτομεῖτον

(그 둘은) 비웃는다

복수 ἐπικερτομοῦμεν

(우리는) 비웃는다

ἐπικερτομεῖτε

(너희는) 비웃는다

ἐπικερτομοῦσιν*

(그들은) 비웃는다

접속법단수 ἐπικερτομῶ

(나는) 비웃자

ἐπικερτομῇς

(너는) 비웃자

ἐπικερτομῇ

(그는) 비웃자

쌍수 ἐπικερτομῆτον

(너희 둘은) 비웃자

ἐπικερτομῆτον

(그 둘은) 비웃자

복수 ἐπικερτομῶμεν

(우리는) 비웃자

ἐπικερτομῆτε

(너희는) 비웃자

ἐπικερτομῶσιν*

(그들은) 비웃자

기원법단수 ἐπικερτομοῖμι

(나는) 비웃기를 (바라다)

ἐπικερτομοῖς

(너는) 비웃기를 (바라다)

ἐπικερτομοῖ

(그는) 비웃기를 (바라다)

쌍수 ἐπικερτομοῖτον

(너희 둘은) 비웃기를 (바라다)

ἐπικερτομοίτην

(그 둘은) 비웃기를 (바라다)

복수 ἐπικερτομοῖμεν

(우리는) 비웃기를 (바라다)

ἐπικερτομοῖτε

(너희는) 비웃기를 (바라다)

ἐπικερτομοῖεν

(그들은) 비웃기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικερτόμει

(너는) 비웃어라

ἐπικερτομείτω

(그는) 비웃어라

쌍수 ἐπικερτομεῖτον

(너희 둘은) 비웃어라

ἐπικερτομείτων

(그 둘은) 비웃어라

복수 ἐπικερτομεῖτε

(너희는) 비웃어라

ἐπικερτομούντων, ἐπικερτομείτωσαν

(그들은) 비웃어라

부정사 ἐπικερτομεῖν

비웃는 것

분사 남성여성중성
ἐπικερτομων

ἐπικερτομουντος

ἐπικερτομουσα

ἐπικερτομουσης

ἐπικερτομουν

ἐπικερτομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικερτομοῦμαι

(나는) 비웃긴다

ἐπικερτομεῖ, ἐπικερτομῇ

(너는) 비웃긴다

ἐπικερτομεῖται

(그는) 비웃긴다

쌍수 ἐπικερτομεῖσθον

(너희 둘은) 비웃긴다

ἐπικερτομεῖσθον

(그 둘은) 비웃긴다

복수 ἐπικερτομούμεθα

(우리는) 비웃긴다

ἐπικερτομεῖσθε

(너희는) 비웃긴다

ἐπικερτομοῦνται

(그들은) 비웃긴다

접속법단수 ἐπικερτομῶμαι

(나는) 비웃기자

ἐπικερτομῇ

(너는) 비웃기자

ἐπικερτομῆται

(그는) 비웃기자

쌍수 ἐπικερτομῆσθον

(너희 둘은) 비웃기자

ἐπικερτομῆσθον

(그 둘은) 비웃기자

복수 ἐπικερτομώμεθα

(우리는) 비웃기자

ἐπικερτομῆσθε

(너희는) 비웃기자

ἐπικερτομῶνται

(그들은) 비웃기자

기원법단수 ἐπικερτομοίμην

(나는) 비웃기기를 (바라다)

ἐπικερτομοῖο

(너는) 비웃기기를 (바라다)

ἐπικερτομοῖτο

(그는) 비웃기기를 (바라다)

쌍수 ἐπικερτομοῖσθον

(너희 둘은) 비웃기기를 (바라다)

ἐπικερτομοίσθην

(그 둘은) 비웃기기를 (바라다)

복수 ἐπικερτομοίμεθα

(우리는) 비웃기기를 (바라다)

ἐπικερτομοῖσθε

(너희는) 비웃기기를 (바라다)

ἐπικερτομοῖντο

(그들은) 비웃기기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικερτομοῦ

(너는) 비웃겨라

ἐπικερτομείσθω

(그는) 비웃겨라

쌍수 ἐπικερτομεῖσθον

(너희 둘은) 비웃겨라

ἐπικερτομείσθων

(그 둘은) 비웃겨라

복수 ἐπικερτομεῖσθε

(너희는) 비웃겨라

ἐπικερτομείσθων, ἐπικερτομείσθωσαν

(그들은) 비웃겨라

부정사 ἐπικερτομεῖσθαι

비웃기는 것

분사 남성여성중성
ἐπικερτομουμενος

ἐπικερτομουμενου

ἐπικερτομουμενη

ἐπικερτομουμενης

ἐπικερτομουμενον

ἐπικερτομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκερτόμουν

(나는) 비웃고 있었다

ἐπεκερτόμεις

(너는) 비웃고 있었다

ἐπεκερτόμειν*

(그는) 비웃고 있었다

쌍수 ἐπεκερτομεῖτον

(너희 둘은) 비웃고 있었다

ἐπεκερτομείτην

(그 둘은) 비웃고 있었다

복수 ἐπεκερτομοῦμεν

(우리는) 비웃고 있었다

ἐπεκερτομεῖτε

(너희는) 비웃고 있었다

ἐπεκερτόμουν

(그들은) 비웃고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκερτομούμην

(나는) 비웃기고 있었다

ἐπεκερτομοῦ

(너는) 비웃기고 있었다

ἐπεκερτομεῖτο

(그는) 비웃기고 있었다

쌍수 ἐπεκερτομεῖσθον

(너희 둘은) 비웃기고 있었다

ἐπεκερτομείσθην

(그 둘은) 비웃기고 있었다

복수 ἐπεκερτομούμεθα

(우리는) 비웃기고 있었다

ἐπεκερτομεῖσθε

(너희는) 비웃기고 있었다

ἐπεκερτομοῦντο

(그들은) 비웃기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥστε ὑμεῖσ μὲν ἀμφὶ τὰσ δίκασ ἔχετε καὶ ἀποκληροῦτε καὶ διακρίνατε ὥσπερ ὑμῖν νόμοσ, ἐγὼ δὲ ἐπὶ τὸ σπήλαιον ἀπελθὼν συρίξομαί τι μέλοσ τῶν ἐρωτικῶν τὴν Ἠχὼ εἰώθα ἐπικερτομεῖν· (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 12:10)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 12:10)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION