Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπιδικάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐπιδικάζω ἐπιδικάσω

Structure: ἐπι (Prefix) + δικάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to adjudge property to, having had, adjudged to one
  2. to go to law to establish one's claim
  3. to sue for, claim at law

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπιδικάζω ἐπιδικάζεις ἐπιδικάζει
Dual ἐπιδικάζετον ἐπιδικάζετον
Plural ἐπιδικάζομεν ἐπιδικάζετε ἐπιδικάζουσιν*
SubjunctiveSingular ἐπιδικάζω ἐπιδικάζῃς ἐπιδικάζῃ
Dual ἐπιδικάζητον ἐπιδικάζητον
Plural ἐπιδικάζωμεν ἐπιδικάζητε ἐπιδικάζωσιν*
OptativeSingular ἐπιδικάζοιμι ἐπιδικάζοις ἐπιδικάζοι
Dual ἐπιδικάζοιτον ἐπιδικαζοίτην
Plural ἐπιδικάζοιμεν ἐπιδικάζοιτε ἐπιδικάζοιεν
ImperativeSingular ἐπιδίκαζε ἐπιδικαζέτω
Dual ἐπιδικάζετον ἐπιδικαζέτων
Plural ἐπιδικάζετε ἐπιδικαζόντων, ἐπιδικαζέτωσαν
Infinitive ἐπιδικάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπιδικαζων ἐπιδικαζοντος ἐπιδικαζουσα ἐπιδικαζουσης ἐπιδικαζον ἐπιδικαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπιδικάζομαι ἐπιδικάζει, ἐπιδικάζῃ ἐπιδικάζεται
Dual ἐπιδικάζεσθον ἐπιδικάζεσθον
Plural ἐπιδικαζόμεθα ἐπιδικάζεσθε ἐπιδικάζονται
SubjunctiveSingular ἐπιδικάζωμαι ἐπιδικάζῃ ἐπιδικάζηται
Dual ἐπιδικάζησθον ἐπιδικάζησθον
Plural ἐπιδικαζώμεθα ἐπιδικάζησθε ἐπιδικάζωνται
OptativeSingular ἐπιδικαζοίμην ἐπιδικάζοιο ἐπιδικάζοιτο
Dual ἐπιδικάζοισθον ἐπιδικαζοίσθην
Plural ἐπιδικαζοίμεθα ἐπιδικάζοισθε ἐπιδικάζοιντο
ImperativeSingular ἐπιδικάζου ἐπιδικαζέσθω
Dual ἐπιδικάζεσθον ἐπιδικαζέσθων
Plural ἐπιδικάζεσθε ἐπιδικαζέσθων, ἐπιδικαζέσθωσαν
Infinitive ἐπιδικάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπιδικαζομενος ἐπιδικαζομενου ἐπιδικαζομενη ἐπιδικαζομενης ἐπιδικαζομενον ἐπιδικαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπιδικάσω ἐπιδικάσεις ἐπιδικάσει
Dual ἐπιδικάσετον ἐπιδικάσετον
Plural ἐπιδικάσομεν ἐπιδικάσετε ἐπιδικάσουσιν*
OptativeSingular ἐπιδικάσοιμι ἐπιδικάσοις ἐπιδικάσοι
Dual ἐπιδικάσοιτον ἐπιδικασοίτην
Plural ἐπιδικάσοιμεν ἐπιδικάσοιτε ἐπιδικάσοιεν
Infinitive ἐπιδικάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπιδικασων ἐπιδικασοντος ἐπιδικασουσα ἐπιδικασουσης ἐπιδικασον ἐπιδικασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπιδικάσομαι ἐπιδικάσει, ἐπιδικάσῃ ἐπιδικάσεται
Dual ἐπιδικάσεσθον ἐπιδικάσεσθον
Plural ἐπιδικασόμεθα ἐπιδικάσεσθε ἐπιδικάσονται
OptativeSingular ἐπιδικασοίμην ἐπιδικάσοιο ἐπιδικάσοιτο
Dual ἐπιδικάσοισθον ἐπιδικασοίσθην
Plural ἐπιδικασοίμεθα ἐπιδικάσοισθε ἐπιδικάσοιντο
Infinitive ἐπιδικάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπιδικασομενος ἐπιδικασομενου ἐπιδικασομενη ἐπιδικασομενης ἐπιδικασομενον ἐπιδικασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION