Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνσκέλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐνσκέλλω ἐνέσκληκα

Structure: ἐν (Prefix) + σκέλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be dry, withered

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓σκελλω έ̓σκελλεις έ̓σκελλει
Dual έ̓σκελλετον έ̓σκελλετον
Plural έ̓σκελλομεν έ̓σκελλετε έ̓σκελλουσιν*
SubjunctiveSingular έ̓σκελλω έ̓σκελλῃς έ̓σκελλῃ
Dual έ̓σκελλητον έ̓σκελλητον
Plural έ̓σκελλωμεν έ̓σκελλητε έ̓σκελλωσιν*
OptativeSingular έ̓σκελλοιμι έ̓σκελλοις έ̓σκελλοι
Dual έ̓σκελλοιτον ἐσκε͂λλοιτην
Plural έ̓σκελλοιμεν έ̓σκελλοιτε έ̓σκελλοιεν
ImperativeSingular έ̓σκελλε ἐσκε͂λλετω
Dual έ̓σκελλετον ἐσκε͂λλετων
Plural έ̓σκελλετε ἐσκε͂λλοντων, ἐσκε͂λλετωσαν
Infinitive έ̓σκελλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐσκελλων ἐσκελλοντος ἐσκελλουσα ἐσκελλουσης ἐσκελλον ἐσκελλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓σκελλομαι έ̓σκελλει, έ̓σκελλῃ έ̓σκελλεται
Dual έ̓σκελλεσθον έ̓σκελλεσθον
Plural ἐσκε͂λλομεθα έ̓σκελλεσθε έ̓σκελλονται
SubjunctiveSingular έ̓σκελλωμαι έ̓σκελλῃ έ̓σκελληται
Dual έ̓σκελλησθον έ̓σκελλησθον
Plural ἐσκε͂λλωμεθα έ̓σκελλησθε έ̓σκελλωνται
OptativeSingular ἐσκε͂λλοιμην έ̓σκελλοιο έ̓σκελλοιτο
Dual έ̓σκελλοισθον ἐσκε͂λλοισθην
Plural ἐσκε͂λλοιμεθα έ̓σκελλοισθε έ̓σκελλοιντο
ImperativeSingular έ̓σκελλου ἐσκε͂λλεσθω
Dual έ̓σκελλεσθον ἐσκε͂λλεσθων
Plural έ̓σκελλεσθε ἐσκε͂λλεσθων, ἐσκε͂λλεσθωσαν
Infinitive έ̓σκελλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐσκελλομενος ἐσκελλομενου ἐσκελλομενη ἐσκελλομενης ἐσκελλομενον ἐσκελλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be dry

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION