Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπρίω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπρίω ἐμπρίσω

Structure: ἐμπρί (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)n

Sense

  1. to saw into, to gnash, together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπρίω ἐμπρίεις ἐμπρίει
Dual ἐμπρίετον ἐμπρίετον
Plural ἐμπρίομεν ἐμπρίετε ἐμπρίουσιν*
SubjunctiveSingular ἐμπρίω ἐμπρίῃς ἐμπρίῃ
Dual ἐμπρίητον ἐμπρίητον
Plural ἐμπρίωμεν ἐμπρίητε ἐμπρίωσιν*
OptativeSingular ἐμπρίοιμι ἐμπρίοις ἐμπρίοι
Dual ἐμπρίοιτον ἐμπριοίτην
Plural ἐμπρίοιμεν ἐμπρίοιτε ἐμπρίοιεν
ImperativeSingular έ̓μπριε ἐμπριέτω
Dual ἐμπρίετον ἐμπριέτων
Plural ἐμπρίετε ἐμπριόντων, ἐμπριέτωσαν
Infinitive ἐμπρίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπριων ἐμπριοντος ἐμπριουσα ἐμπριουσης ἐμπριον ἐμπριοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπρίομαι ἐμπρίει, ἐμπρίῃ ἐμπρίεται
Dual ἐμπρίεσθον ἐμπρίεσθον
Plural ἐμπριόμεθα ἐμπρίεσθε ἐμπρίονται
SubjunctiveSingular ἐμπρίωμαι ἐμπρίῃ ἐμπρίηται
Dual ἐμπρίησθον ἐμπρίησθον
Plural ἐμπριώμεθα ἐμπρίησθε ἐμπρίωνται
OptativeSingular ἐμπριοίμην ἐμπρίοιο ἐμπρίοιτο
Dual ἐμπρίοισθον ἐμπριοίσθην
Plural ἐμπριοίμεθα ἐμπρίοισθε ἐμπρίοιντο
ImperativeSingular ἐμπρίου ἐμπριέσθω
Dual ἐμπρίεσθον ἐμπριέσθων
Plural ἐμπρίεσθε ἐμπριέσθων, ἐμπριέσθωσαν
Infinitive ἐμπρίεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπριομενος ἐμπριομενου ἐμπριομενη ἐμπριομενης ἐμπριομενον ἐμπριομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to saw into

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION