- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμπαρέχω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: emparechō 고전 발음: [엠빠레코:] 신약 발음: [앰빠래코]

기본형: ἐμπαρέχω ἐμπαρέξω

형태분석: ἐμπαρέχ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ἐν

  1. to give into, hands, put into, power

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπαρέχω

ἐμπαρέχεις

ἐμπαρέχει

쌍수 ἐμπαρέχετον

ἐμπαρέχετον

복수 ἐμπαρέχομεν

ἐμπαρέχετε

ἐμπαρέχουσι(ν)

접속법단수 ἐμπαρέχω

ἐμπαρέχῃς

ἐμπαρέχῃ

쌍수 ἐμπαρέχητον

ἐμπαρέχητον

복수 ἐμπαρέχωμεν

ἐμπαρέχητε

ἐμπαρέχωσι(ν)

기원법단수 ἐμπαρέχοιμι

ἐμπαρέχοις

ἐμπαρέχοι

쌍수 ἐμπαρέχοιτον

ἐμπαρεχοίτην

복수 ἐμπαρέχοιμεν

ἐμπαρέχοιτε

ἐμπαρέχοιεν

명령법단수 ἐμπάρεχε

ἐμπαρεχέτω

쌍수 ἐμπαρέχετον

ἐμπαρεχέτων

복수 ἐμπαρέχετε

ἐμπαρεχόντων, ἐμπαρεχέτωσαν

부정사 ἐμπαρέχειν

분사 남성여성중성
ἐμπαρεχων

ἐμπαρεχοντος

ἐμπαρεχουσα

ἐμπαρεχουσης

ἐμπαρεχον

ἐμπαρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπαρέχομαι

ἐμπαρέχει, ἐμπαρέχῃ

ἐμπαρέχεται

쌍수 ἐμπαρέχεσθον

ἐμπαρέχεσθον

복수 ἐμπαρεχόμεθα

ἐμπαρέχεσθε

ἐμπαρέχονται

접속법단수 ἐμπαρέχωμαι

ἐμπαρέχῃ

ἐμπαρέχηται

쌍수 ἐμπαρέχησθον

ἐμπαρέχησθον

복수 ἐμπαρεχώμεθα

ἐμπαρέχησθε

ἐμπαρέχωνται

기원법단수 ἐμπαρεχοίμην

ἐμπαρέχοιο

ἐμπαρέχοιτο

쌍수 ἐμπαρέχοισθον

ἐμπαρεχοίσθην

복수 ἐμπαρεχοίμεθα

ἐμπαρέχοισθε

ἐμπαρέχοιντο

명령법단수 ἐμπαρέχου

ἐμπαρεχέσθω

쌍수 ἐμπαρέχεσθον

ἐμπαρεχέσθων

복수 ἐμπαρέχεσθε

ἐμπαρεχέσθων, ἐμπαρεχέσθωσαν

부정사 ἐμπαρέχεσθαι

분사 남성여성중성
ἐμπαρεχομενος

ἐμπαρεχομενου

ἐμπαρεχομενη

ἐμπαρεχομενης

ἐμπαρεχομενον

ἐμπαρεχομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to give into

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION