헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔλπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔλπω ἔολπα

형태분석: έ̓λπ (어간) + ω (인칭어미)

어원: active e)/lpw only in pres.

  1. 예상하다, 기대하다, 희망하다
  2. 무서워하다, 두려워하다, 경외하다
  3. 가정하다, 생각하다, 판단하다
  1. I cause to hope
  2. (middle), I hope, expect
  3. I expect anxiously, fear
  4. I deem, suppose

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓λπω

έ̓λπεις

έ̓λπει

쌍수 έ̓λπετον

έ̓λπετον

복수 έ̓λπομεν

έ̓λπετε

έ̓λπουσιν*

접속법단수 έ̓λπω

έ̓λπῃς

έ̓λπῃ

쌍수 έ̓λπητον

έ̓λπητον

복수 έ̓λπωμεν

έ̓λπητε

έ̓λπωσιν*

기원법단수 έ̓λποιμι

έ̓λποις

έ̓λποι

쌍수 έ̓λποιτον

ἐλποίτην

복수 έ̓λποιμεν

έ̓λποιτε

έ̓λποιεν

명령법단수 έ̓λπε

ἐλπέτω

쌍수 έ̓λπετον

ἐλπέτων

복수 έ̓λπετε

ἐλπόντων, ἐλπέτωσαν

부정사 έ̓λπειν

분사 남성여성중성
ἐλπων

ἐλποντος

ἐλπουσα

ἐλπουσης

ἐλπον

ἐλποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓λπομαι

έ̓λπει, έ̓λπῃ

έ̓λπεται

쌍수 έ̓λπεσθον

έ̓λπεσθον

복수 ἐλπόμεθα

έ̓λπεσθε

έ̓λπονται

접속법단수 έ̓λπωμαι

έ̓λπῃ

έ̓λπηται

쌍수 έ̓λπησθον

έ̓λπησθον

복수 ἐλπώμεθα

έ̓λπησθε

έ̓λπωνται

기원법단수 ἐλποίμην

έ̓λποιο

έ̓λποιτο

쌍수 έ̓λποισθον

ἐλποίσθην

복수 ἐλποίμεθα

έ̓λποισθε

έ̓λποιντο

명령법단수 έ̓λπου

ἐλπέσθω

쌍수 έ̓λπεσθον

ἐλπέσθων

복수 έ̓λπεσθε

ἐλπέσθων, ἐλπέσθωσαν

부정사 έ̓λπεσθαι

분사 남성여성중성
ἐλπομενος

ἐλπομενου

ἐλπομενη

ἐλπομενης

ἐλπομενον

ἐλπομενου

미완료(Imperfect) 시제

완료(Perfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. I cause to hope

  2. 예상하다

  3. 무서워하다

  4. 가정하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION