헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐλλοχίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐλλοχίζω

형태분석: ἐλ (접두사) + λοχίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)n

  1. to lie in ambush, to lie in wait for

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλλοχίζω

ἐλλοχίζεις

ἐλλοχίζει

쌍수 ἐλλοχίζετον

ἐλλοχίζετον

복수 ἐλλοχίζομεν

ἐλλοχίζετε

ἐλλοχίζουσιν*

접속법단수 ἐλλοχίζω

ἐλλοχίζῃς

ἐλλοχίζῃ

쌍수 ἐλλοχίζητον

ἐλλοχίζητον

복수 ἐλλοχίζωμεν

ἐλλοχίζητε

ἐλλοχίζωσιν*

기원법단수 ἐλλοχίζοιμι

ἐλλοχίζοις

ἐλλοχίζοι

쌍수 ἐλλοχίζοιτον

ἐλλοχιζοίτην

복수 ἐλλοχίζοιμεν

ἐλλοχίζοιτε

ἐλλοχίζοιεν

명령법단수 ἐλλόχιζε

ἐλλοχιζέτω

쌍수 ἐλλοχίζετον

ἐλλοχιζέτων

복수 ἐλλοχίζετε

ἐλλοχιζόντων, ἐλλοχιζέτωσαν

부정사 ἐλλοχίζειν

분사 남성여성중성
ἐλλοχιζων

ἐλλοχιζοντος

ἐλλοχιζουσα

ἐλλοχιζουσης

ἐλλοχιζον

ἐλλοχιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλλοχίζομαι

ἐλλοχίζει, ἐλλοχίζῃ

ἐλλοχίζεται

쌍수 ἐλλοχίζεσθον

ἐλλοχίζεσθον

복수 ἐλλοχιζόμεθα

ἐλλοχίζεσθε

ἐλλοχίζονται

접속법단수 ἐλλοχίζωμαι

ἐλλοχίζῃ

ἐλλοχίζηται

쌍수 ἐλλοχίζησθον

ἐλλοχίζησθον

복수 ἐλλοχιζώμεθα

ἐλλοχίζησθε

ἐλλοχίζωνται

기원법단수 ἐλλοχιζοίμην

ἐλλοχίζοιο

ἐλλοχίζοιτο

쌍수 ἐλλοχίζοισθον

ἐλλοχιζοίσθην

복수 ἐλλοχιζοίμεθα

ἐλλοχίζοισθε

ἐλλοχίζοιντο

명령법단수 ἐλλοχίζου

ἐλλοχιζέσθω

쌍수 ἐλλοχίζεσθον

ἐλλοχιζέσθων

복수 ἐλλοχίζεσθε

ἐλλοχιζέσθων, ἐλλοχιζέσθωσαν

부정사 ἐλλοχίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐλλοχιζομενος

ἐλλοχιζομενου

ἐλλοχιζομενη

ἐλλοχιζομενης

ἐλλοχιζομενον

ἐλλοχιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὖ δ’ ἡμῖν λέγειν ἔδοξε, θάμνων δ’ ἐλλοχίζομεν φόβαισ κρύψαντεσ αὑτούσ· (Euripides, episode, trochees 5:4)

    (에우리피데스, episode, trochees 5:4)

  • τεκμαιρόμενοσ δὲ τοὺσ πολεμίουσ ἐκ τῆσ φυγῆσ καθ’ ἕνα καὶ δύο πρὸσ τὴν πόλιν ὑπάξειν σκοταίουσ, ἐλλοχίζει τοῖσ περὶ τὸ ἄστυ ῥείθροισ καὶ λόφοισ πολλοὺσ ἔχοντασ ἐγχειρίδια τῶν Ἀχαιῶν, ἐνταῦθα πλείστουσ ἀποθανεῖν συνέβη τῶν τοῦ Νάβιδοσ· (Plutarch, Philopoemen, chapter 14 6:2)

    (플루타르코스, Philopoemen, chapter 14 6:2)

유의어

  1. to lie in ambush

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION