헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπρίω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκπρίω ἐκπριοῦμαι

형태분석: ἐκ (접두사) + πρί (어간) + ω (인칭어미)

  1. to saw out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπρίω

ἐκπρίεις

ἐκπρίει

쌍수 ἐκπρίετον

ἐκπρίετον

복수 ἐκπρίομεν

ἐκπρίετε

ἐκπρίουσιν*

접속법단수 ἐκπρίω

ἐκπρίῃς

ἐκπρίῃ

쌍수 ἐκπρίητον

ἐκπρίητον

복수 ἐκπρίωμεν

ἐκπρίητε

ἐκπρίωσιν*

기원법단수 ἐκπρίοιμι

ἐκπρίοις

ἐκπρίοι

쌍수 ἐκπρίοιτον

ἐκπριοίτην

복수 ἐκπρίοιμεν

ἐκπρίοιτε

ἐκπρίοιεν

명령법단수 ἐκπρίε

ἐκπριέτω

쌍수 ἐκπρίετον

ἐκπριέτων

복수 ἐκπρίετε

ἐκπριόντων, ἐκπριέτωσαν

부정사 ἐκπρίειν

분사 남성여성중성
ἐκπριων

ἐκπριοντος

ἐκπριουσα

ἐκπριουσης

ἐκπριον

ἐκπριοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπρίομαι

ἐκπρίει, ἐκπρίῃ

ἐκπρίεται

쌍수 ἐκπρίεσθον

ἐκπρίεσθον

복수 ἐκπριόμεθα

ἐκπρίεσθε

ἐκπρίονται

접속법단수 ἐκπρίωμαι

ἐκπρίῃ

ἐκπρίηται

쌍수 ἐκπρίησθον

ἐκπρίησθον

복수 ἐκπριώμεθα

ἐκπρίησθε

ἐκπρίωνται

기원법단수 ἐκπριοίμην

ἐκπρίοιο

ἐκπρίοιτο

쌍수 ἐκπρίοισθον

ἐκπριοίσθην

복수 ἐκπριοίμεθα

ἐκπρίοισθε

ἐκπρίοιντο

명령법단수 ἐκπρίου

ἐκπριέσθω

쌍수 ἐκπρίεσθον

ἐκπριέσθων

복수 ἐκπρίεσθε

ἐκπριέσθων, ἐκπριέσθωσαν

부정사 ἐκπρίεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκπριομενος

ἐκπριομενου

ἐκπριομενη

ἐκπριομενης

ἐκπριομενον

ἐκπριομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Περὶ δὲ πρίσιοσ, ὅταν καταλάβῃ ἀνάγκη πρίσαι ἄνθρωπον, ὧδε γινώσκειν‧ ἢν ἐξ ἀρχῆσ λαβὼν τὸ ἰήμα πρίῃσ, οὐ χρὴ ἐκπρίειν τὸ ὀστέον πρὸσ τὴν μήνιγγα αὐτίκα‧ οὐ γὰρ συμφέρει τὴν μήνιγγαψιλὴν εἶναι τοῦ ὀστέου ἐπὶ πουλὺν χρόνον κακοπαθοῦσαν, ἀλλὰ τελευτῶσά πη καὶ διεμύδησεν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 21.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 21.1)

  • Ἢν δὲ μὴ ἐξ ἀρχῆσ λαμβάνῃσ τὸ ἰήμα, ἀλλὰ παρ’ ἄλλου παραδέχῃ ὐστερίζων τῆσ ἰήσιοσ, πρίονι χρὴ χαρακτῷ ἐκπρίειν μὲν αὐτίκα τὸ ὀστέον πρὸσ τὴν μήνιγγα, θαμινὰ δὲ ἐξαιρεῦντα τὸν πρίονα σκοπεῖσθαι καὶ ἄλλωσ καὶ τῇ μήλῃ πέριξ κατὰ τὴν ὁδὸν τοῦ πρίονοσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 21.9)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 21.9)

유의어

  1. to saw out

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION