헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκκυβιστάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκκυβιστάω ἐκκυβιστήσω

형태분석: ἐκ (접두사) + κυβιστά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to tumble headlong out of, to throw a somersault

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκυβίστω

ἐκκυβίστᾳς

ἐκκυβίστᾳ

쌍수 ἐκκυβίστᾱτον

ἐκκυβίστᾱτον

복수 ἐκκυβίστωμεν

ἐκκυβίστᾱτε

ἐκκυβίστωσιν*

접속법단수 ἐκκυβίστω

ἐκκυβίστῃς

ἐκκυβίστῃ

쌍수 ἐκκυβίστητον

ἐκκυβίστητον

복수 ἐκκυβίστωμεν

ἐκκυβίστητε

ἐκκυβίστωσιν*

기원법단수 ἐκκυβίστῳμι

ἐκκυβίστῳς

ἐκκυβίστῳ

쌍수 ἐκκυβίστῳτον

ἐκκυβιστῷτην

복수 ἐκκυβίστῳμεν

ἐκκυβίστῳτε

ἐκκυβίστῳεν

명령법단수 ἐκκυβῖστᾱ

ἐκκυβιστᾶτω

쌍수 ἐκκυβίστᾱτον

ἐκκυβιστᾶτων

복수 ἐκκυβίστᾱτε

ἐκκυβιστῶντων, ἐκκυβιστᾶτωσαν

부정사 ἐκκυβίστᾱν

분사 남성여성중성
ἐκκυβιστων

ἐκκυβιστωντος

ἐκκυβιστωσα

ἐκκυβιστωσης

ἐκκυβιστων

ἐκκυβιστωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκυβίστωμαι

ἐκκυβίστᾳ

ἐκκυβίστᾱται

쌍수 ἐκκυβίστᾱσθον

ἐκκυβίστᾱσθον

복수 ἐκκυβιστῶμεθα

ἐκκυβίστᾱσθε

ἐκκυβίστωνται

접속법단수 ἐκκυβίστωμαι

ἐκκυβίστῃ

ἐκκυβίστηται

쌍수 ἐκκυβίστησθον

ἐκκυβίστησθον

복수 ἐκκυβιστώμεθα

ἐκκυβίστησθε

ἐκκυβίστωνται

기원법단수 ἐκκυβιστῷμην

ἐκκυβίστῳο

ἐκκυβίστῳτο

쌍수 ἐκκυβίστῳσθον

ἐκκυβιστῷσθην

복수 ἐκκυβιστῷμεθα

ἐκκυβίστῳσθε

ἐκκυβίστῳντο

명령법단수 ἐκκυβίστω

ἐκκυβιστᾶσθω

쌍수 ἐκκυβίστᾱσθον

ἐκκυβιστᾶσθων

복수 ἐκκυβίστᾱσθε

ἐκκυβιστᾶσθων, ἐκκυβιστᾶσθωσαν

부정사 ἐκκυβίστᾱσθαι

분사 남성여성중성
ἐκκυβιστωμενος

ἐκκυβιστωμενου

ἐκκυβιστωμενη

ἐκκυβιστωμενης

ἐκκυβιστωμενον

ἐκκυβιστωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION