Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐκφυλλοφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐκφυλλοφορέω ἐκφυλλοφορήσω

Structure: ἐκφυλλοφορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to condemn by leaves

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκφυλλοφόρω ἐκφυλλοφόρεις ἐκφυλλοφόρει
Dual ἐκφυλλοφόρειτον ἐκφυλλοφόρειτον
Plural ἐκφυλλοφόρουμεν ἐκφυλλοφόρειτε ἐκφυλλοφόρουσιν*
SubjunctiveSingular ἐκφυλλοφόρω ἐκφυλλοφόρῃς ἐκφυλλοφόρῃ
Dual ἐκφυλλοφόρητον ἐκφυλλοφόρητον
Plural ἐκφυλλοφόρωμεν ἐκφυλλοφόρητε ἐκφυλλοφόρωσιν*
OptativeSingular ἐκφυλλοφόροιμι ἐκφυλλοφόροις ἐκφυλλοφόροι
Dual ἐκφυλλοφόροιτον ἐκφυλλοφοροίτην
Plural ἐκφυλλοφόροιμεν ἐκφυλλοφόροιτε ἐκφυλλοφόροιεν
ImperativeSingular ἐκφυλλοφο͂ρει ἐκφυλλοφορεῖτω
Dual ἐκφυλλοφόρειτον ἐκφυλλοφορεῖτων
Plural ἐκφυλλοφόρειτε ἐκφυλλοφοροῦντων, ἐκφυλλοφορεῖτωσαν
Infinitive ἐκφυλλοφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκφυλλοφορων ἐκφυλλοφορουντος ἐκφυλλοφορουσα ἐκφυλλοφορουσης ἐκφυλλοφορουν ἐκφυλλοφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκφυλλοφόρουμαι ἐκφυλλοφόρει, ἐκφυλλοφόρῃ ἐκφυλλοφόρειται
Dual ἐκφυλλοφόρεισθον ἐκφυλλοφόρεισθον
Plural ἐκφυλλοφοροῦμεθα ἐκφυλλοφόρεισθε ἐκφυλλοφόρουνται
SubjunctiveSingular ἐκφυλλοφόρωμαι ἐκφυλλοφόρῃ ἐκφυλλοφόρηται
Dual ἐκφυλλοφόρησθον ἐκφυλλοφόρησθον
Plural ἐκφυλλοφορώμεθα ἐκφυλλοφόρησθε ἐκφυλλοφόρωνται
OptativeSingular ἐκφυλλοφοροίμην ἐκφυλλοφόροιο ἐκφυλλοφόροιτο
Dual ἐκφυλλοφόροισθον ἐκφυλλοφοροίσθην
Plural ἐκφυλλοφοροίμεθα ἐκφυλλοφόροισθε ἐκφυλλοφόροιντο
ImperativeSingular ἐκφυλλοφόρου ἐκφυλλοφορεῖσθω
Dual ἐκφυλλοφόρεισθον ἐκφυλλοφορεῖσθων
Plural ἐκφυλλοφόρεισθε ἐκφυλλοφορεῖσθων, ἐκφυλλοφορεῖσθωσαν
Infinitive ἐκφυλλοφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκφυλλοφορουμενος ἐκφυλλοφορουμενου ἐκφυλλοφορουμενη ἐκφυλλοφορουμενης ἐκφυλλοφορουμενον ἐκφυλλοφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκφυλλοφορήσω ἐκφυλλοφορήσεις ἐκφυλλοφορήσει
Dual ἐκφυλλοφορήσετον ἐκφυλλοφορήσετον
Plural ἐκφυλλοφορήσομεν ἐκφυλλοφορήσετε ἐκφυλλοφορήσουσιν*
OptativeSingular ἐκφυλλοφορήσοιμι ἐκφυλλοφορήσοις ἐκφυλλοφορήσοι
Dual ἐκφυλλοφορήσοιτον ἐκφυλλοφορησοίτην
Plural ἐκφυλλοφορήσοιμεν ἐκφυλλοφορήσοιτε ἐκφυλλοφορήσοιεν
Infinitive ἐκφυλλοφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκφυλλοφορησων ἐκφυλλοφορησοντος ἐκφυλλοφορησουσα ἐκφυλλοφορησουσης ἐκφυλλοφορησον ἐκφυλλοφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκφυλλοφορήσομαι ἐκφυλλοφορήσει, ἐκφυλλοφορήσῃ ἐκφυλλοφορήσεται
Dual ἐκφυλλοφορήσεσθον ἐκφυλλοφορήσεσθον
Plural ἐκφυλλοφορησόμεθα ἐκφυλλοφορήσεσθε ἐκφυλλοφορήσονται
OptativeSingular ἐκφυλλοφορησοίμην ἐκφυλλοφορήσοιο ἐκφυλλοφορήσοιτο
Dual ἐκφυλλοφορήσοισθον ἐκφυλλοφορησοίσθην
Plural ἐκφυλλοφορησοίμεθα ἐκφυλλοφορήσοισθε ἐκφυλλοφορήσοιντο
Infinitive ἐκφυλλοφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκφυλλοφορησομενος ἐκφυλλοφορησομενου ἐκφυλλοφορησομενη ἐκφυλλοφορησομενης ἐκφυλλοφορησομενον ἐκφυλλοφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to condemn by leaves

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION