헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰστοξεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰστοξεύω εἰστοξεύσω

형태분석: εἰς (접두사) + τοξεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shoot arrows at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰστοξεύω

εἰστοξεύεις

εἰστοξεύει

쌍수 εἰστοξεύετον

εἰστοξεύετον

복수 εἰστοξεύομεν

εἰστοξεύετε

εἰστοξεύουσιν*

접속법단수 εἰστοξεύω

εἰστοξεύῃς

εἰστοξεύῃ

쌍수 εἰστοξεύητον

εἰστοξεύητον

복수 εἰστοξεύωμεν

εἰστοξεύητε

εἰστοξεύωσιν*

기원법단수 εἰστοξεύοιμι

εἰστοξεύοις

εἰστοξεύοι

쌍수 εἰστοξεύοιτον

εἰστοξευοίτην

복수 εἰστοξεύοιμεν

εἰστοξεύοιτε

εἰστοξεύοιεν

명령법단수 εἰστόξευε

εἰστοξευέτω

쌍수 εἰστοξεύετον

εἰστοξευέτων

복수 εἰστοξεύετε

εἰστοξευόντων, εἰστοξευέτωσαν

부정사 εἰστοξεύειν

분사 남성여성중성
εἰστοξευων

εἰστοξευοντος

εἰστοξευουσα

εἰστοξευουσης

εἰστοξευον

εἰστοξευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰστοξεύομαι

εἰστοξεύει, εἰστοξεύῃ

εἰστοξεύεται

쌍수 εἰστοξεύεσθον

εἰστοξεύεσθον

복수 εἰστοξευόμεθα

εἰστοξεύεσθε

εἰστοξεύονται

접속법단수 εἰστοξεύωμαι

εἰστοξεύῃ

εἰστοξεύηται

쌍수 εἰστοξεύησθον

εἰστοξεύησθον

복수 εἰστοξευώμεθα

εἰστοξεύησθε

εἰστοξεύωνται

기원법단수 εἰστοξευοίμην

εἰστοξεύοιο

εἰστοξεύοιτο

쌍수 εἰστοξεύοισθον

εἰστοξευοίσθην

복수 εἰστοξευοίμεθα

εἰστοξεύοισθε

εἰστοξεύοιντο

명령법단수 εἰστοξεύου

εἰστοξευέσθω

쌍수 εἰστοξεύεσθον

εἰστοξευέσθων

복수 εἰστοξεύεσθε

εἰστοξευέσθων, εἰστοξευέσθωσαν

부정사 εἰστοξεύεσθαι

분사 남성여성중성
εἰστοξευομενος

εἰστοξευομενου

εἰστοξευομενη

εἰστοξευομενης

εἰστοξευομενον

εἰστοξευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shoot arrows at

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION