Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγκροτέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐγκροτέω ἐγκροτήσω

Structure: ἐγ (Prefix) + κροτέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to strike on, to beat time, to dash one against the other

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκρότω ἐγκρότεις ἐγκρότει
Dual ἐγκρότειτον ἐγκρότειτον
Plural ἐγκρότουμεν ἐγκρότειτε ἐγκρότουσιν*
SubjunctiveSingular ἐγκρότω ἐγκρότῃς ἐγκρότῃ
Dual ἐγκρότητον ἐγκρότητον
Plural ἐγκρότωμεν ἐγκρότητε ἐγκρότωσιν*
OptativeSingular ἐγκρότοιμι ἐγκρότοις ἐγκρότοι
Dual ἐγκρότοιτον ἐγκροτοίτην
Plural ἐγκρότοιμεν ἐγκρότοιτε ἐγκρότοιεν
ImperativeSingular ἐγκρο͂τει ἐγκροτεῖτω
Dual ἐγκρότειτον ἐγκροτεῖτων
Plural ἐγκρότειτε ἐγκροτοῦντων, ἐγκροτεῖτωσαν
Infinitive ἐγκρότειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκροτων ἐγκροτουντος ἐγκροτουσα ἐγκροτουσης ἐγκροτουν ἐγκροτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκρότουμαι ἐγκρότει, ἐγκρότῃ ἐγκρότειται
Dual ἐγκρότεισθον ἐγκρότεισθον
Plural ἐγκροτοῦμεθα ἐγκρότεισθε ἐγκρότουνται
SubjunctiveSingular ἐγκρότωμαι ἐγκρότῃ ἐγκρότηται
Dual ἐγκρότησθον ἐγκρότησθον
Plural ἐγκροτώμεθα ἐγκρότησθε ἐγκρότωνται
OptativeSingular ἐγκροτοίμην ἐγκρότοιο ἐγκρότοιτο
Dual ἐγκρότοισθον ἐγκροτοίσθην
Plural ἐγκροτοίμεθα ἐγκρότοισθε ἐγκρότοιντο
ImperativeSingular ἐγκρότου ἐγκροτεῖσθω
Dual ἐγκρότεισθον ἐγκροτεῖσθων
Plural ἐγκρότεισθε ἐγκροτεῖσθων, ἐγκροτεῖσθωσαν
Infinitive ἐγκρότεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκροτουμενος ἐγκροτουμενου ἐγκροτουμενη ἐγκροτουμενης ἐγκροτουμενον ἐγκροτουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to strike on

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION