헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκοτέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκοτέω ἐγκοτήσω

형태분석: ἐγ (접두사) + κοτέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be indignant at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκότω

ἐγκότεις

ἐγκότει

쌍수 ἐγκότειτον

ἐγκότειτον

복수 ἐγκότουμεν

ἐγκότειτε

ἐγκότουσιν*

접속법단수 ἐγκότω

ἐγκότῃς

ἐγκότῃ

쌍수 ἐγκότητον

ἐγκότητον

복수 ἐγκότωμεν

ἐγκότητε

ἐγκότωσιν*

기원법단수 ἐγκότοιμι

ἐγκότοις

ἐγκότοι

쌍수 ἐγκότοιτον

ἐγκοτοίτην

복수 ἐγκότοιμεν

ἐγκότοιτε

ἐγκότοιεν

명령법단수 ἐγκο͂τει

ἐγκοτεῖτω

쌍수 ἐγκότειτον

ἐγκοτεῖτων

복수 ἐγκότειτε

ἐγκοτοῦντων, ἐγκοτεῖτωσαν

부정사 ἐγκότειν

분사 남성여성중성
ἐγκοτων

ἐγκοτουντος

ἐγκοτουσα

ἐγκοτουσης

ἐγκοτουν

ἐγκοτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκότουμαι

ἐγκότει, ἐγκότῃ

ἐγκότειται

쌍수 ἐγκότεισθον

ἐγκότεισθον

복수 ἐγκοτοῦμεθα

ἐγκότεισθε

ἐγκότουνται

접속법단수 ἐγκότωμαι

ἐγκότῃ

ἐγκότηται

쌍수 ἐγκότησθον

ἐγκότησθον

복수 ἐγκοτώμεθα

ἐγκότησθε

ἐγκότωνται

기원법단수 ἐγκοτοίμην

ἐγκότοιο

ἐγκότοιτο

쌍수 ἐγκότοισθον

ἐγκοτοίσθην

복수 ἐγκοτοίμεθα

ἐγκότοισθε

ἐγκότοιντο

명령법단수 ἐγκότου

ἐγκοτεῖσθω

쌍수 ἐγκότεισθον

ἐγκοτεῖσθων

복수 ἐγκότεισθε

ἐγκοτεῖσθων, ἐγκοτεῖσθωσαν

부정사 ἐγκότεισθαι

분사 남성여성중성
ἐγκοτουμενος

ἐγκοτουμενου

ἐγκοτουμενη

ἐγκοτουμενης

ἐγκοτουμενον

ἐγκοτουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be indignant at

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION