Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγκάμπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐγκάμπτω ἐγκάμψω

Structure: ἐγ (Prefix) + κάμπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bend in, bend

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκάμπτω ἐγκάμπτεις ἐγκάμπτει
Dual ἐγκάμπτετον ἐγκάμπτετον
Plural ἐγκάμπτομεν ἐγκάμπτετε ἐγκάμπτουσιν*
SubjunctiveSingular ἐγκάμπτω ἐγκάμπτῃς ἐγκάμπτῃ
Dual ἐγκάμπτητον ἐγκάμπτητον
Plural ἐγκάμπτωμεν ἐγκάμπτητε ἐγκάμπτωσιν*
OptativeSingular ἐγκάμπτοιμι ἐγκάμπτοις ἐγκάμπτοι
Dual ἐγκάμπτοιτον ἐγκαμπτοίτην
Plural ἐγκάμπτοιμεν ἐγκάμπτοιτε ἐγκάμπτοιεν
ImperativeSingular ἐγκάμπτε ἐγκαμπτέτω
Dual ἐγκάμπτετον ἐγκαμπτέτων
Plural ἐγκάμπτετε ἐγκαμπτόντων, ἐγκαμπτέτωσαν
Infinitive ἐγκάμπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκαμπτων ἐγκαμπτοντος ἐγκαμπτουσα ἐγκαμπτουσης ἐγκαμπτον ἐγκαμπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκάμπτομαι ἐγκάμπτει, ἐγκάμπτῃ ἐγκάμπτεται
Dual ἐγκάμπτεσθον ἐγκάμπτεσθον
Plural ἐγκαμπτόμεθα ἐγκάμπτεσθε ἐγκάμπτονται
SubjunctiveSingular ἐγκάμπτωμαι ἐγκάμπτῃ ἐγκάμπτηται
Dual ἐγκάμπτησθον ἐγκάμπτησθον
Plural ἐγκαμπτώμεθα ἐγκάμπτησθε ἐγκάμπτωνται
OptativeSingular ἐγκαμπτοίμην ἐγκάμπτοιο ἐγκάμπτοιτο
Dual ἐγκάμπτοισθον ἐγκαμπτοίσθην
Plural ἐγκαμπτοίμεθα ἐγκάμπτοισθε ἐγκάμπτοιντο
ImperativeSingular ἐγκάμπτου ἐγκαμπτέσθω
Dual ἐγκάμπτεσθον ἐγκαμπτέσθων
Plural ἐγκάμπτεσθε ἐγκαμπτέσθων, ἐγκαμπτέσθωσαν
Infinitive ἐγκάμπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκαμπτομενος ἐγκαμπτομενου ἐγκαμπτομενη ἐγκαμπτομενης ἐγκαμπτομενον ἐγκαμπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bend in

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION