헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐφίμερος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐφίμερος ἐφίμερον

형태분석: ἐφιμερ (어간) + ος (어미)

  1. 귀여운, 그리운, 사랑받는, 마음을 끄는
  1. longed for, desired, charming

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐφίμερος

귀여운 (이)가

ἐφίμερον

귀여운 (것)가

속격 ἐφιμέρου

귀여운 (이)의

ἐφιμέρου

귀여운 (것)의

여격 ἐφιμέρῳ

귀여운 (이)에게

ἐφιμέρῳ

귀여운 (것)에게

대격 ἐφίμερον

귀여운 (이)를

ἐφίμερον

귀여운 (것)를

호격 ἐφίμερε

귀여운 (이)야

ἐφίμερον

귀여운 (것)야

쌍수주/대/호 ἐφιμέρω

귀여운 (이)들이

ἐφιμέρω

귀여운 (것)들이

속/여 ἐφιμέροιν

귀여운 (이)들의

ἐφιμέροιν

귀여운 (것)들의

복수주격 ἐφίμεροι

귀여운 (이)들이

ἐφίμερα

귀여운 (것)들이

속격 ἐφιμέρων

귀여운 (이)들의

ἐφιμέρων

귀여운 (것)들의

여격 ἐφιμέροις

귀여운 (이)들에게

ἐφιμέροις

귀여운 (것)들에게

대격 ἐφιμέρους

귀여운 (이)들을

ἐφίμερα

귀여운 (것)들을

호격 ἐφίμεροι

귀여운 (이)들아

ἐφίμερα

귀여운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνθ’ ὅ γε δώματ’ ἔναιε σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι νόσφιν ἄτερ φιλότητοσ ἐφιμέρου, οὐδέ οἱ ἠε͂ν πρὶν λεχέων ἐπιβῆναι ἐυσφύρου Ἠλεκτρυώνησ, πρίν γε φόνον τίσαιτο κασιγνήτων μεγαθύμων ἧσ ἀλόχου, μαλερῷ δὲ καταφλέξαι πυρὶ κώμασ ἀνδρῶν ἡρώων Ταφίων ἰδὲ Τηλεβοάων. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 2:8)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 2:8)

  • ἣ δὲ καὶ ἀτρύγετον πέλαγοσ τέκεν, οἴδματι θυῖον, Πόντον, ἄτερ φιλότητοσ ἐφιμέρου· (Hesiod, Theogony, Book Th. 13:6)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 13:6)

  • "περὶ γοῦν τῆσ Θάσου λέγων ὡσ ἥσσονόσ φησιν οὐ γάρ τι καλὸσ χῶροσ οὐδ’ ἐφίμεροσ οὐδ’ ἐρατόσ, οἱο͂σ ἀμφὶ Σίριοσ ῥοάσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:36)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:36)

  • "Ἄρτεμι, σοί μέ τι φρὴν ἐφίμερον ὕμνον ὑφαινέμεναι θεόθεν % αδετισ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:1)

  • λέγει γοῦν εἰ θείησ, Ἀκάδημε, 6 ἐφίμερον ὕμνον ἀείδειν, ἆθλον δ’ ἐν μέσσῳ παῖσ καλὸν ἄνθοσ ἔχων σοί τ’ εἰή καὶ ἐμοὶ σοφίησ πέρι δηρισάντοιν γνοίησ χ’ ὅσσον ὄνων κρέσσονεσ ἡμίονοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 85 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 85 1:3)

  • ἀλλ’ ἡ τέκνων δῆτ’ ὄψισ ἦν ἐφίμεροσ, βλαστοῦσ’ ὅπωσ ἔβλαστε, προσλεύσσειν ἐμοί; (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode5)

    (소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, episode5)

  • ἁδύ τι τὸ στόμα τευ καὶ ἐφίμεροσ ὦ Δάφνι φωνά. (Theocritus, Idylls, 64)

    (테오크리토스, Idylls, 64)

유의어

  1. 귀여운

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION