헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξορκίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξορκίζω ἐξορκιῶ

형태분석: ἐξ (접두사) + ὁρκίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = e)corko/w

  1. 간청하다
  1. to adjure

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξορκίζω

(나는) 간청한다

ἐξορκίζεις

(너는) 간청한다

ἐξορκίζει

(그는) 간청한다

쌍수 ἐξορκίζετον

(너희 둘은) 간청한다

ἐξορκίζετον

(그 둘은) 간청한다

복수 ἐξορκίζομεν

(우리는) 간청한다

ἐξορκίζετε

(너희는) 간청한다

ἐξορκίζουσιν*

(그들은) 간청한다

접속법단수 ἐξορκίζω

(나는) 간청하자

ἐξορκίζῃς

(너는) 간청하자

ἐξορκίζῃ

(그는) 간청하자

쌍수 ἐξορκίζητον

(너희 둘은) 간청하자

ἐξορκίζητον

(그 둘은) 간청하자

복수 ἐξορκίζωμεν

(우리는) 간청하자

ἐξορκίζητε

(너희는) 간청하자

ἐξορκίζωσιν*

(그들은) 간청하자

기원법단수 ἐξορκίζοιμι

(나는) 간청하기를 (바라다)

ἐξορκίζοις

(너는) 간청하기를 (바라다)

ἐξορκίζοι

(그는) 간청하기를 (바라다)

쌍수 ἐξορκίζοιτον

(너희 둘은) 간청하기를 (바라다)

ἐξορκιζοίτην

(그 둘은) 간청하기를 (바라다)

복수 ἐξορκίζοιμεν

(우리는) 간청하기를 (바라다)

ἐξορκίζοιτε

(너희는) 간청하기를 (바라다)

ἐξορκίζοιεν

(그들은) 간청하기를 (바라다)

명령법단수 ἐξόρκιζε

(너는) 간청해라

ἐξορκιζέτω

(그는) 간청해라

쌍수 ἐξορκίζετον

(너희 둘은) 간청해라

ἐξορκιζέτων

(그 둘은) 간청해라

복수 ἐξορκίζετε

(너희는) 간청해라

ἐξορκιζόντων, ἐξορκιζέτωσαν

(그들은) 간청해라

부정사 ἐξορκίζειν

간청하는 것

분사 남성여성중성
ἐξορκιζων

ἐξορκιζοντος

ἐξορκιζουσα

ἐξορκιζουσης

ἐξορκιζον

ἐξορκιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξορκίζομαι

(나는) 간청된다

ἐξορκίζει, ἐξορκίζῃ

(너는) 간청된다

ἐξορκίζεται

(그는) 간청된다

쌍수 ἐξορκίζεσθον

(너희 둘은) 간청된다

ἐξορκίζεσθον

(그 둘은) 간청된다

복수 ἐξορκιζόμεθα

(우리는) 간청된다

ἐξορκίζεσθε

(너희는) 간청된다

ἐξορκίζονται

(그들은) 간청된다

접속법단수 ἐξορκίζωμαι

(나는) 간청되자

ἐξορκίζῃ

(너는) 간청되자

ἐξορκίζηται

(그는) 간청되자

쌍수 ἐξορκίζησθον

(너희 둘은) 간청되자

ἐξορκίζησθον

(그 둘은) 간청되자

복수 ἐξορκιζώμεθα

(우리는) 간청되자

ἐξορκίζησθε

(너희는) 간청되자

ἐξορκίζωνται

(그들은) 간청되자

기원법단수 ἐξορκιζοίμην

(나는) 간청되기를 (바라다)

ἐξορκίζοιο

(너는) 간청되기를 (바라다)

ἐξορκίζοιτο

(그는) 간청되기를 (바라다)

쌍수 ἐξορκίζοισθον

(너희 둘은) 간청되기를 (바라다)

ἐξορκιζοίσθην

(그 둘은) 간청되기를 (바라다)

복수 ἐξορκιζοίμεθα

(우리는) 간청되기를 (바라다)

ἐξορκίζοισθε

(너희는) 간청되기를 (바라다)

ἐξορκίζοιντο

(그들은) 간청되기를 (바라다)

명령법단수 ἐξορκίζου

(너는) 간청되어라

ἐξορκιζέσθω

(그는) 간청되어라

쌍수 ἐξορκίζεσθον

(너희 둘은) 간청되어라

ἐξορκιζέσθων

(그 둘은) 간청되어라

복수 ἐξορκίζεσθε

(너희는) 간청되어라

ἐξορκιζέσθων, ἐξορκιζέσθωσαν

(그들은) 간청되어라

부정사 ἐξορκίζεσθαι

간청되는 것

분사 남성여성중성
ἐξορκιζομενος

ἐξορκιζομενου

ἐξορκιζομενη

ἐξορκιζομενης

ἐξορκιζομενον

ἐξορκιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξορκίω

(나는) 간청하겠다

ἐξορκίεις

(너는) 간청하겠다

ἐξορκίει

(그는) 간청하겠다

쌍수 ἐξορκίειτον

(너희 둘은) 간청하겠다

ἐξορκίειτον

(그 둘은) 간청하겠다

복수 ἐξορκίουμεν

(우리는) 간청하겠다

ἐξορκίειτε

(너희는) 간청하겠다

ἐξορκίουσιν*

(그들은) 간청하겠다

기원법단수 ἐξορκίοιμι

(나는) 간청하겠기를 (바라다)

ἐξορκίοις

(너는) 간청하겠기를 (바라다)

ἐξορκίοι

(그는) 간청하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξορκίοιτον

(너희 둘은) 간청하겠기를 (바라다)

ἐξορκιοίτην

(그 둘은) 간청하겠기를 (바라다)

복수 ἐξορκίοιμεν

(우리는) 간청하겠기를 (바라다)

ἐξορκίοιτε

(너희는) 간청하겠기를 (바라다)

ἐξορκίοιεν

(그들은) 간청하겠기를 (바라다)

부정사 ἐξορκίειν

간청할 것

분사 남성여성중성
ἐξορκιων

ἐξορκιουντος

ἐξορκιουσα

ἐξορκιουσης

ἐξορκιουν

ἐξορκιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξορκίουμαι

(나는) 간청되겠다

ἐξορκίει, ἐξορκίῃ

(너는) 간청되겠다

ἐξορκίειται

(그는) 간청되겠다

쌍수 ἐξορκίεισθον

(너희 둘은) 간청되겠다

ἐξορκίεισθον

(그 둘은) 간청되겠다

복수 ἐξορκιοῦμεθα

(우리는) 간청되겠다

ἐξορκίεισθε

(너희는) 간청되겠다

ἐξορκίουνται

(그들은) 간청되겠다

기원법단수 ἐξορκιοίμην

(나는) 간청되겠기를 (바라다)

ἐξορκίοιο

(너는) 간청되겠기를 (바라다)

ἐξορκίοιτο

(그는) 간청되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξορκίοισθον

(너희 둘은) 간청되겠기를 (바라다)

ἐξορκιοίσθην

(그 둘은) 간청되겠기를 (바라다)

복수 ἐξορκιοίμεθα

(우리는) 간청되겠기를 (바라다)

ἐξορκίοισθε

(너희는) 간청되겠기를 (바라다)

ἐξορκίοιντο

(그들은) 간청되겠기를 (바라다)

부정사 ἐξορκίεισθαι

간청될 것

분사 남성여성중성
ἐξορκιουμενος

ἐξορκιουμενου

ἐξορκιουμενη

ἐξορκιουμενης

ἐξορκιουμενον

ἐξορκιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῶρκιζον

(나는) 간청하고 있었다

ἐξῶρκιζες

(너는) 간청하고 있었다

ἐξῶρκιζεν*

(그는) 간청하고 있었다

쌍수 ἐξώρκιζετον

(너희 둘은) 간청하고 있었다

ἐξωρκῖζετην

(그 둘은) 간청하고 있었다

복수 ἐξώρκιζομεν

(우리는) 간청하고 있었다

ἐξώρκιζετε

(너희는) 간청하고 있었다

ἐξῶρκιζον

(그들은) 간청하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξωρκῖζομην

(나는) 간청되고 있었다

ἐξώρκιζου

(너는) 간청되고 있었다

ἐξώρκιζετο

(그는) 간청되고 있었다

쌍수 ἐξώρκιζεσθον

(너희 둘은) 간청되고 있었다

ἐξωρκῖζεσθην

(그 둘은) 간청되고 있었다

복수 ἐξωρκῖζομεθα

(우리는) 간청되고 있었다

ἐξώρκιζεσθε

(너희는) 간청되고 있었다

ἐξώρκιζοντο

(그들은) 간청되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀκούσασ δὲ τοῦτο Τυνδάρεωσ τοὺσ μνηστῆρασ ἐξορκίζει, καὶ Μενέλαον μὲν αὐτὸσ αἱρεῖται νυμφίον, Ὀδυσσεῖ δὲ παρὰ Ἰκαρίου μνηστεύεται Πηνελόπην. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 10 10:3)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 10 10:3)

  • οἱ Αἰγυπτίων βασιλεῖσ κατὰ νόμον ἑαυτῶν τοὺσ δικαστὰσ ἐξώρκιζον ὅτι κἂν βασιλεύσ τι προστάξῃ κρῖναι τῶν μὴ δικαίων, οὐ κρινοῦσι. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 11)

    (플루타르코스, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 11)

  • ὡσ δ’ ἡ παροῦσα ἐκκλησία διελύθη, ἐξώρκιζον τοὺσ συμμάχουσ οἱ τοῦ Φιλίππου πρέσβεισ ἐν τῷ στρατηγίῳ τῷ ὑμετέρῳ. (Aeschines, Speeches, , section 85 1:2)

    (아이스키네스, 연설, , section 85 1:2)

  • καὶ ὁ ἀρχιερεὺσ εἶπεν αὐτῷ Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντοσ ἵνα ἡμῖν εἴπῃσ εἰ σὺ εἶ ὁ χριστὸσ ὁ υἱὸσ τοῦ θεοῦ. (, chapter 26 68:1)

    (, chapter 26 68:1)

  • ἐξορκίζουσιν ἦ μὴν πειθαρχήσειν καὶ ποιήσειν τὸ προσταττόμενον ὑπὸ τῶν ἀρχόντων κατὰ δύναμιν. (Polybius, Histories, book 6, chapter 21 2:1)

    (폴리비오스, Histories, book 6, chapter 21 2:1)

유의어

  1. 간청하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION