Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσηχής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δυσηχής δυσηχές

Structure: δυσηχη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: h)xe/w

Sense

  1. ill-sounding, hateful

Examples

  • αὐτῶν δὲ τῶν σωμάτων χρυσὸσ μὲν καὶ λίθοσ ὑπὸ πληρότητοσ ἰσχνόφωνα καὶ δυσηχῆ καὶ ταχὺ κατασβέννυσι τοὺσ φθόγγουσ ἐν αὑτοῖσ εὔφωνοσ δὲ καὶ λάλοσ ὁ χαλκόσ, ᾗ πολύκενοσ καὶ ὄγκον ἐλαφρὸσ καὶ λεπτόσ, οὐ πολλοῖσ συντεθλιμμένοσ ἐπαλλήλοισ σώμασιν, ἀλλ’ ἄφθονον ἔχων τὸ τῆσ ἐπιεικοῦσ καὶ ἀναφοῦσ μεμιγμένον οὐσίασ, ἣ ταῖσ τ’ ἄλλαισ κινήσεσιν εὐπορίαν δίδωσι τήν τε φωνὴν εὐμενῶσ ὑπολαμβάνουσα παραπέμπει; (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 10:14)

Synonyms

  1. ill-sounding

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION