- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσεργία?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: dysergia 고전 발음: [뒤세기아] 신약 발음: [뒤새기아]

기본형: δυσεργία

형태분석: δυσεργι (어간) + α (어미)

어원: from δύσεργος

  1. difficulty in acting

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ τόπος καὶ πεδίον ἦν τῇ φάλαγγι βάσεως ἐπιπέδου καὶ χωρίων ὁμαλῶν δεομένῃ, καὶ λόφοι συνεχεῖς ἄλλος ἐξ ἄλλου τοῖς γυμνητεύουσι καὶ ψιλοῖς ἀναφυγὰς καὶ περιδρομὰς ἔχοντες, διὰ μέσου δὲ ποταμοὶ ῥέοντες Αἴσων καὶ Λεῦκος οὐ μάλα βαθεῖς τότε ῾θέρους γὰρ ἦν ὡρ´α φθίνοντος ἐδόκουν τινὰ δυσεργίαν ὅμως τοῖς Ῥωμαίοις παρέξειν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 16 5:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 16 5:1)

  • ὡς δὲ ὁ Κάτων ἐπεφαίνετο διώκων αὐτοὺς μετὰ πολλῆς βοῆς, καὶ ὑπὲρ τὸ στρατόπεδον ἐγίγνετο ἤδη τὸ Ἀντιόχου, ἔδεισαν οἱ τοῦ βασιλέως, περί τε τῆς Ῥωμαίων μάχης ἐπιφόβως ἐκ πολλοῦ πυνθανόμενοι, καὶ σφᾶς εἰδότες ὑπὸ ἀργίας καὶ τρυφῆς δι ὅλου τοῦ χειμῶνος ἐς δυσεργίαν διεφθαρμένους. (Appian, The Foreign Wars, chapter 4 3:5)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 4 3:5)

유의어

  1. difficulty in acting

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION