헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσέλεγκτος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δυσέλεγκτος δυσέλεγκτον

형태분석: δυσελεγκτ (어간) + ος (어미)

어원: e)le/gxw

  1. hard to refute

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δυσέλεγκτος

(이)가

δυσέλεγκτον

(것)가

속격 δυσελέγκτου

(이)의

δυσελέγκτου

(것)의

여격 δυσελέγκτῳ

(이)에게

δυσελέγκτῳ

(것)에게

대격 δυσέλεγκτον

(이)를

δυσέλεγκτον

(것)를

호격 δυσέλεγκτε

(이)야

δυσέλεγκτον

(것)야

쌍수주/대/호 δυσελέγκτω

(이)들이

δυσελέγκτω

(것)들이

속/여 δυσελέγκτοιν

(이)들의

δυσελέγκτοιν

(것)들의

복수주격 δυσέλεγκτοι

(이)들이

δυσέλεγκτα

(것)들이

속격 δυσελέγκτων

(이)들의

δυσελέγκτων

(것)들의

여격 δυσελέγκτοις

(이)들에게

δυσελέγκτοις

(것)들에게

대격 δυσελέγκτους

(이)들을

δυσέλεγκτα

(것)들을

호격 δυσέλεγκτοι

(이)들아

δυσέλεγκτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ^ οὐ γὰρ τοῖσ τυχοῦσι θηρίοισ προσπολεμῆσαι δεήσει με, ἀλλ’ ἀλαζόσιν ἀνθρώποισ καὶ δυσελέγκτοισ, ἀεί τινασ ἀποφυγὰσ εὑρισκομένοισ, ὥστε ἀναγκαῖοσ ὁ Ἔλεγχοσ. (Lucian, Piscator, (no name) 17:9)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 17:9)

  • οὓσ εἰκὸσ ὅσῳπερ πολυμαθέστεροι τῶν πολλῶν γεγόνασι, τοσούτῳ δυσελεγκτοτέρουσ εἶναι τοῖσ ὕστερον, ἄν τι πλημμελῶσ λέγωσιν. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 2:11)

    (스트라본, 지리학, book 1, chapter 2 2:11)

  • τὸ δὲ πόρρω δυσέλεγκτον. (Strabo, Geography, Book 11, chapter 6 5:3)

    (스트라본, 지리학, Book 11, chapter 6 5:3)

유의어

  1. hard to refute

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION