Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσέλεγκτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δυσέλεγκτος δυσέλεγκτον

Structure: δυσελεγκτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)le/gxw

Sense

  1. hard to refute

Examples

  • ^ οὐ γὰρ τοῖσ τυχοῦσι θηρίοισ προσπολεμῆσαι δεήσει με, ἀλλ’ ἀλαζόσιν ἀνθρώποισ καὶ δυσελέγκτοισ, ἀεί τινασ ἀποφυγὰσ εὑρισκομένοισ, ὥστε ἀναγκαῖοσ ὁ Ἔλεγχοσ. (Lucian, Piscator, (no name) 17:9)
  • οὓσ εἰκὸσ ὅσῳπερ πολυμαθέστεροι τῶν πολλῶν γεγόνασι, τοσούτῳ δυσελεγκτοτέρουσ εἶναι τοῖσ ὕστερον, ἄν τι πλημμελῶσ λέγωσιν. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 2:11)
  • τὸ δὲ πόρρω δυσέλεγκτον. (Strabo, Geography, Book 11, chapter 6 5:3)

Synonyms

  1. hard to refute

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION