헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δούλωσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δούλωσις δούλωσιος

형태분석: δουλωσι (어간) + ς (어미)

어원: from doulo/w

  1. enslaving, subjugation

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔτε γὰρ τὰ βάρβαρα καὶ πρόσοικα γένη τὴν δούλωσιν ἔφερε, ποθοῦντα τὰσ πατρίουσ βασιλείασ, οὔτε τὴν Ἑλλάδα κρατήσασ τοῖσ ὅπλοισ ὁ Φίλιπποσ οἱο͂ν καταζεῦξαι καὶ τιθασεῦσαι χρόνον ἔσχεν, ἀλλὰ μόνον μεταβαλὼν καὶ ταράξασ τὰ πράγματα πολὺν σάλον ἔχοντα καὶ κίνησιν ὑπὸ ἀηθείασ ἀπέλιπε. (Plutarch, Alexander, chapter 11 1:2)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 11 1:2)

  • οἱ δὲ καὶ τῶν μὲν ἐπὶ τοιούτοισ ἐνεκάλουν αὐτῇ γνώμην τὸ δὲ πᾶν καὶ τῶν ὑπὸ Γαί̈ου πεπραγμένων κακῶν ἐκείνῃ τὴν αἰτίαν ἐπέφερον φάρμακον τῷ Γαί̈ῳ δοῦσαν ἐννοιῶν δούλωσιν καὶ ἐρώτων ἐπαγωγὰσ αὐτῇ ψηφιούμενον, εἰσ μανίαν μεταστάντοσ τὰ πάντα αὐτὴν εἶναι τὴν νεναυπηγημένην ἐπὶ ταῖσ Ῥωμαίων τύχαισ καὶ τῆσ ὑποτελούσησ αὐτοῖσ οἰκουμένησ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 219:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 219:1)

유의어

  1. enslaving

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION