헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δούλωσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δούλωσις δούλωσιος

형태분석: δουλωσι (어간) + ς (어미)

어원: from doulo/w

  1. enslaving, subjugation

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοῖσ φθονοῦσιν αἰτίαν παρέσχε καταπαύων τὸν πόλεμον αὔξειν τὰ Ῥωμαίων, ἐπὶ τυραννίδι καί δουλώσει τῆσ πατρίδοσ, αἰσθόμενοσ δὲ τοὺσ λόγουσ τούτουσ βουλομένῳ τῷ πλήθει λεγομένουσ, καί προσκρούοντα τοῖσ πολεμοποιοῖσ καί στρατιωτικοῖσ ἑαυτόν, ἐφοβεῖτο τὴν κρίσιν, ἑταιρείαν δὲ καί δύναμιν φίλων καί οἰκείων ἔχων ἀμύνουσαν περὶ αὑτὸν ἐστασίαζε. (Plutarch, Publicola, chapter 21 2:2)

    (플루타르코스, Publicola, chapter 21 2:2)

  • οὐκέτι γὰρ δουλώσει ἐν ἑρ́κεσιν, ἐγγύθι λεύσσων Νηλέα καὶ Πελίαν τούσδε καθεξομένουσ. (Unknown, Greek Anthology, book 3, chapter 94)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 3, chapter 94)

  • ̓ ἀλλ’ ἐπὶ δουλώσει καὶ ἀρχῇ τῶν τῇδε ἀνθρώπων στρατὸν ἄγων πολὺν Ἰβηρίαν ἤδη κεχειρωμένοσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 41 3:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 41 3:3)

  • οὐ γὰρ σχολὴ κινδύνουσ μοι κατανοεῖν τοὺσ ἐμαυτοῦ δουλώσει τε πατρίδοσ ἐλευθερωτάτησ ἐπαλγοῦντι τῶν νόμων τῆσ ἀρετῆσ ἀφῃρημένησ τούσ τε πάντασ ἀνθρώπουσ ὀλέθρου διὰ Γάιον κατειληφότοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 67:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 67:2)

유의어

  1. enslaving

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION