- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δουλοπρεπής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: douloprepēs 고전 발음: [둘:로레뻬:] 신약 발음: [둘로래뻬]

기본형: δουλοπρεπής δουλοπρεπές

형태분석: δουλοπρεπη (어간) + ς (어미)

어원: πρέπω

  1. 노예의, 노예 근성의, 천한
  1. befitting a slave, servile

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 δουλοπρεπής

노예의 (이)가

δουλόπρεπες

노예의 (것)가

속격 δουλοπρεπούς

노예의 (이)의

δουλοπρέπους

노예의 (것)의

여격 δουλοπρεπεί

노예의 (이)에게

δουλοπρέπει

노예의 (것)에게

대격 δουλοπρεπή

노예의 (이)를

δουλόπρεπες

노예의 (것)를

호격 δουλοπρεπές

노예의 (이)야

δουλόπρεπες

노예의 (것)야

쌍수주/대/호 δουλοπρεπεί

노예의 (이)들이

δουλοπρέπει

노예의 (것)들이

속/여 δουλοπρεποίν

노예의 (이)들의

δουλοπρέποιν

노예의 (것)들의

복수주격 δουλοπρεπείς

노예의 (이)들이

δουλοπρέπη

노예의 (것)들이

속격 δουλοπρεπών

노예의 (이)들의

δουλοπρέπων

노예의 (것)들의

여격 δουλοπρεπέσι(ν)

노예의 (이)들에게

δουλοπρέπεσι(ν)

노예의 (것)들에게

대격 δουλοπρεπείς

노예의 (이)들을

δουλοπρέπη

노예의 (것)들을

호격 δουλοπρεπείς

노예의 (이)들아

δουλοπρέπη

노예의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστι δὲ τῆς ἀνελευθερίας τὸ περὶ πλείστου ποιεῖσθαι χρήματα, καὶ τὸ μηδὲν ὄνειδος ἡγεῖσθαι τῶν ποιούντων τὸ κέρδος, βίος θητικὸς καὶ δουλοπρεπὴς καὶ ῥυπαρός, φιλοτιμίας καὶ ἐλευθερίας ἀλλότριος. (Aristotle, Virtues and Vices 41:1)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 41:1)

  • εἰ δὲ τοῦτον ἀφεὶς τὸν λόγον ὡς οὐ πάνυ ἀξιόπιστον ἐκεῖνο λέγοιμι, μήτε ὑπὸ χρημάτων μήτε ὑπ᾿ ἄλλης τινὸς ἐλπίδος τοιαύτης δελεασθεὶς ὑποστῆναι τὴν παροῦσαν συνουσίαν, ἀλλὰ τὴν σύνεσιν καὶ ἀνδρείαν καὶ μεγαλόνοιαν τοῦ ἀνδρὸς θαυμάσας ἐθελῆσαι κοινωνῆσαι πράξεων τῷ τοιούτῳ, δέδοικα μὴ πρὸς τῇ ἐπιφερομένῃ κατηγορίᾳ κολακείας αἰτίαν προσλαβὼν κᾆτα εὑρίσκωμαι ἥλῳ, φασίν, ἐκκρούων τὸν ἧλον, καὶ μείζονί γε τὸν σμικρότερον, ὅσῳ κολακεία τῶν ἄλλων ἁπάντων κακῶν τὸ δουλοπρεπέστατον εἶναι καὶ ταύτῃ χείριστον νενόμισται. (Lucian, Apologia 21:1)

    (루키아노스, Apologia 21:1)

  • οὗ δὴ ἐγὼ οὐδὲν οἶμαι ἀδικώτερον οὐδὲ δουλοπρεπέστερον, ἐνδακόντα τὸ χεῖλος ὑποτρέφειν τὴν χολὴν καὶ τὸ μῖσος ἐν αὑτῷ κατάκλειστον αὔξειν ἕτερα μὲν κεύθοντα ἐνὶ φρεσίν, ἄλλα δὲ λέγοντα καὶ ὑποκρινόμενον ἱλαρῷ καὶ κωμικῷ τῷ προσώπῳ μάλα περιπαθῆ τινα καὶ ἰοῦ γέμουσαν τραγῳδίαν. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:3)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:3)

  • οὐκοῦν ἄκουσον, ὦ γενναῖε, μὴ εἰ κάματος ἔνεστιν ἐν τῷ πράγματι μόνον ἐξετάζων, ἀλλὰ καὶ τὸ αἰσχρὸν καὶ ταπεινὸν καὶ συνόλως δουλοπρεπὲς οὐκ ἐν παρέργῳ τῆς ἀκροάσεως τιθέμενος. (Lucian, De mercede, (no name) 22:5)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 22:5)

  • πολλοὺς ἐκείνους λόγους αἰδεσθεὶς οὓς ὁ καλὸς Πλάτων ἢ ὁ Χρύσιππος ἢ Ἀριστοτέλης διεξεληλύθασι τὸ μὲν ἐλευθέριον ἐπαινοῦντες, τὸ δουλοπρεπὲς δὲ διαβάλλοντες· (Lucian, De mercede, (no name) 24:2)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 24:2)

  • ἀλλὰ μὴ οὐχ οὕτως ᾖ λεγόμενος ἐξ ἀρχῆς ὁ δοῦλος, ὑπὲρ ὅτου ἀργύριόν τις τοῦ σώματος κατέβαλεν ἢ ὃς ἂν ἐκ δούλων λεγομένων ᾖ γεγονώς, ὥσπερ οἱ πολλοὶ νομίζουσι, πολὺ δὲ μᾶλλον ὅσπερ ἀνελεύθερος καὶ δουλοπρεπής. (Dio, Chrysostom, Orationes, 47:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 47:1)

  • ἀντὶ δὲ Φιλίας Κολακεία παρῆν, δουλοπρεπὴς καὶ ἀνελεύθερος, οὐδεμιᾶς ἧττον ἐπιβουλεύουσα ἐκείνων, ἀλλὰ μάλιστα δὴ πάντων ἀπολέσαι ζητοῦσα. (Dio, Chrysostom, Orationes, 98:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 98:2)

유의어

  1. 노예의

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION