Ancient Greek-English Dictionary Language

δουλοπρεπής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δουλοπρεπής δουλοπρεπές

Structure: δουλοπρεπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pre/pw

Sense

  1. befitting a slave, servile

Examples

  • ἔστι δὲ τῆσ ἀνελευθερίασ τὸ περὶ πλείστου ποιεῖσθαι χρήματα, καὶ τὸ μηδὲν ὄνειδοσ ἡγεῖσθαι τῶν ποιούντων τὸ κέρδοσ, βίοσ θητικὸσ καὶ δουλοπρεπὴσ καὶ ῥυπαρόσ, φιλοτιμίασ καὶ ἐλευθερίασ ἀλλότριοσ. (Aristotle, Virtues and Vices 41:1)
  • ἀλλὰ μὴ οὐχ οὕτωσ ᾖ λεγόμενοσ ἐξ ἀρχῆσ ὁ δοῦλοσ, ὑπὲρ ὅτου ἀργύριόν τισ τοῦ σώματοσ κατέβαλεν ἢ ὃσ ἂν ἐκ δούλων λεγομένων ᾖ γεγονώσ, ὥσπερ οἱ πολλοὶ νομίζουσι, πολὺ δὲ μᾶλλον ὅσπερ ἀνελεύθεροσ καὶ δουλοπρεπήσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 47:1)
  • ἀντὶ δὲ Φιλίασ Κολακεία παρῆν, δουλοπρεπὴσ καὶ ἀνελεύθεροσ, οὐδεμιᾶσ ἧττον ἐπιβουλεύουσα ἐκείνων, ἀλλὰ μάλιστα δὴ πάντων ἀπολέσαι ζητοῦσα. (Dio, Chrysostom, Orationes, 98:2)

Synonyms

  1. befitting a slave

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION