Ancient Greek-English Dictionary Language

δουλοπρεπής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δουλοπρεπής δουλοπρεπές

Structure: δουλοπρεπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pre/pw

Sense

  1. befitting a slave, servile

Examples

  • διὸ δὴ καὶ ταύτασ μὲν δουλοπρεπεῖσ τε καὶ διακονικὰσ καὶ ἀνελευθέρουσ εἶναι περὶ σώματοσ πραγματείαν, τὰσ ἄλλασ τέχνασ, τὴν δὲ γυμναστικὴν καὶ ἰατρικὴν κατὰ τὸ δίκαιον δεσποίνασ εἶναι τούτων. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 433:1)
  • τῶν μὲν γὰρ λεγομένων δούλων πολλοὺσ ὁμολογήσομεν δήπου εἶναι ἐλευθερίουσ, τῶν δέ γε ἐλευθέρων πολλοὺσ πάνυ δουλοπρεπεῖσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 47:2)

Synonyms

  1. befitting a slave

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION