Ancient Greek-English Dictionary Language

δοτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δοτικός δοτική δοτικόν

Structure: δοτικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. inclined to give, giving freely
  2. (elliptically for δοτική πτῶσις ‎(ptôsis)) the dative case

Examples

  • λέγουσι δὲ καὶ τὴν δοτικὴν ταωνι, ὡσ ἐν τῷ αὐτῷ Ἀριστοφάνησ, ἀμήχανον δὲ παρὰ Ἀττικοῖσ καὶ Ιὤσιν ἐν τοῖσ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ὀνόμασι τὴν τελευτῶσαν ἀπὸ φωνήεντοσ ἀρχομένην δασύνεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 578)
  • λαμβάνοντα ἀντὶ τῆσ γενικῆσ τὴν δοτικήν, καὶ δεκτέον ὄργανα μὴ τοὺσ ἀστέρασ ἀλλὰ τὰ σώματα τῶν ζῴων λέγεσθαι; (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 8, section 22)
  • οὐ στοχασάμενοσ δὲ ὁ ἐπιγράψασ τὸ τελευταῖον γράμμα τοῦ δευτέρου ἔπουσ παρέλιπε τοῦ πλάτουσ τῆσ βάσεωσ μὴ συνεξαρκοῦντοσ, ὥστε τῆσ πόλεωσ ἀμαθίαν καταγινώσκειν παρέσχε διὰ τὴν ἀμφιβολίαν τὴν περὶ τὴν γραφήν, εἴτε τὴν ὀνομαστικὴν δέχοιτο πτῶσιν τῆσ ἐσχάτησ προσηγορίασ εἴτε τὴν δοτικήν· (Strabo, Geography, Book 14, chapter 1 75:7)

Synonyms

  1. inclined to give

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION