헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δοτικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δοτικός δοτική δοτικόν

형태분석: δοτικ (어간) + ος (어미)

  1. inclined to give, giving freely
  2. (elliptically for δοτική πτῶσις ‎(ptôsis)) the dative case

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δοτικός

(이)가

δοτική

(이)가

δοτικόν

(것)가

속격 δοτικοῦ

(이)의

δοτικῆς

(이)의

δοτικοῦ

(것)의

여격 δοτικῷ

(이)에게

δοτικῇ

(이)에게

δοτικῷ

(것)에게

대격 δοτικόν

(이)를

δοτικήν

(이)를

δοτικόν

(것)를

호격 δοτικέ

(이)야

δοτική

(이)야

δοτικόν

(것)야

쌍수주/대/호 δοτικώ

(이)들이

δοτικᾱ́

(이)들이

δοτικώ

(것)들이

속/여 δοτικοῖν

(이)들의

δοτικαῖν

(이)들의

δοτικοῖν

(것)들의

복수주격 δοτικοί

(이)들이

δοτικαί

(이)들이

δοτικά

(것)들이

속격 δοτικῶν

(이)들의

δοτικῶν

(이)들의

δοτικῶν

(것)들의

여격 δοτικοῖς

(이)들에게

δοτικαῖς

(이)들에게

δοτικοῖς

(것)들에게

대격 δοτικούς

(이)들을

δοτικᾱ́ς

(이)들을

δοτικά

(것)들을

호격 δοτικοί

(이)들아

δοτικαί

(이)들아

δοτικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λέγουσι δὲ καὶ τὴν δοτικὴν ταωνι, ὡσ ἐν τῷ αὐτῷ Ἀριστοφάνησ, ἀμήχανον δὲ παρὰ Ἀττικοῖσ καὶ Ιὤσιν ἐν τοῖσ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ὀνόμασι τὴν τελευτῶσαν ἀπὸ φωνήεντοσ ἀρχομένην δασύνεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 578)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 578)

  • λαμβάνοντα ἀντὶ τῆσ γενικῆσ τὴν δοτικήν, καὶ δεκτέον ὄργανα μὴ τοὺσ ἀστέρασ ἀλλὰ τὰ σώματα τῶν ζῴων λέγεσθαι; (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 8, section 22)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 8, section 22)

  • οὐ στοχασάμενοσ δὲ ὁ ἐπιγράψασ τὸ τελευταῖον γράμμα τοῦ δευτέρου ἔπουσ παρέλιπε τοῦ πλάτουσ τῆσ βάσεωσ μὴ συνεξαρκοῦντοσ, ὥστε τῆσ πόλεωσ ἀμαθίαν καταγινώσκειν παρέσχε διὰ τὴν ἀμφιβολίαν τὴν περὶ τὴν γραφήν, εἴτε τὴν ὀνομαστικὴν δέχοιτο πτῶσιν τῆσ ἐσχάτησ προσηγορίασ εἴτε τὴν δοτικήν· (Strabo, Geography, Book 14, chapter 1 75:7)

    (스트라본, 지리학, Book 14, chapter 1 75:7)

유의어

  1. inclined to give

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION