Ancient Greek-English Dictionary Language

δογματίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δογματίζω

Structure: δογματίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from do/gma

Sense

  1. to decree, to declare
  2. to submit to ordinances

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δογματίζω δογματίζεις δογματίζει
Dual δογματίζετον δογματίζετον
Plural δογματίζομεν δογματίζετε δογματίζουσιν*
SubjunctiveSingular δογματίζω δογματίζῃς δογματίζῃ
Dual δογματίζητον δογματίζητον
Plural δογματίζωμεν δογματίζητε δογματίζωσιν*
OptativeSingular δογματίζοιμι δογματίζοις δογματίζοι
Dual δογματίζοιτον δογματιζοίτην
Plural δογματίζοιμεν δογματίζοιτε δογματίζοιεν
ImperativeSingular δογμάτιζε δογματιζέτω
Dual δογματίζετον δογματιζέτων
Plural δογματίζετε δογματιζόντων, δογματιζέτωσαν
Infinitive δογματίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δογματιζων δογματιζοντος δογματιζουσα δογματιζουσης δογματιζον δογματιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δογματίζομαι δογματίζει, δογματίζῃ δογματίζεται
Dual δογματίζεσθον δογματίζεσθον
Plural δογματιζόμεθα δογματίζεσθε δογματίζονται
SubjunctiveSingular δογματίζωμαι δογματίζῃ δογματίζηται
Dual δογματίζησθον δογματίζησθον
Plural δογματιζώμεθα δογματίζησθε δογματίζωνται
OptativeSingular δογματιζοίμην δογματίζοιο δογματίζοιτο
Dual δογματίζοισθον δογματιζοίσθην
Plural δογματιζοίμεθα δογματίζοισθε δογματίζοιντο
ImperativeSingular δογματίζου δογματιζέσθω
Dual δογματίζεσθον δογματιζέσθων
Plural δογματίζεσθε δογματιζέσθων, δογματιζέσθωσαν
Infinitive δογματίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δογματιζομενος δογματιζομενου δογματιζομενη δογματιζομενης δογματιζομενον δογματιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπεὶ καὶ τὰ Σωκράτουσ καὶ τὰ Τιμαίου λέγων Πλάτων δογματίζει. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 51:5)
  • τὰ δ’ αὐτὰ καὶ περὶ τῆσ ἀκοῆσ καὶ τῶν λοιπῶν αἰσθήσεων δογματίζει. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, h, Kef. a'. PUQAGORAS 29:10)
  • >, ἐπεὶ περὶ τῶν αὐτῶν πραγμάτων παρ’ ὁντινοῦν ἄλλοτ’ ἄλλωσ ἀποφαίνεται καὶ οὐδὲν ὁρικῶσ δογματίζει περὶ τὴν ἀπόφασιν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 11:2)

Synonyms

  1. to decree

  2. to submit to ordinances

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION