헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δογματίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δογματίζω

형태분석: δογματίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from do/gma

  1. 선언하다, 투표하다, 신고하다
  1. to decree, to declare
  2. to submit to ordinances

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δογματίζω

(나는) 선언한다

δογματίζεις

(너는) 선언한다

δογματίζει

(그는) 선언한다

쌍수 δογματίζετον

(너희 둘은) 선언한다

δογματίζετον

(그 둘은) 선언한다

복수 δογματίζομεν

(우리는) 선언한다

δογματίζετε

(너희는) 선언한다

δογματίζουσιν*

(그들은) 선언한다

접속법단수 δογματίζω

(나는) 선언하자

δογματίζῃς

(너는) 선언하자

δογματίζῃ

(그는) 선언하자

쌍수 δογματίζητον

(너희 둘은) 선언하자

δογματίζητον

(그 둘은) 선언하자

복수 δογματίζωμεν

(우리는) 선언하자

δογματίζητε

(너희는) 선언하자

δογματίζωσιν*

(그들은) 선언하자

기원법단수 δογματίζοιμι

(나는) 선언하기를 (바라다)

δογματίζοις

(너는) 선언하기를 (바라다)

δογματίζοι

(그는) 선언하기를 (바라다)

쌍수 δογματίζοιτον

(너희 둘은) 선언하기를 (바라다)

δογματιζοίτην

(그 둘은) 선언하기를 (바라다)

복수 δογματίζοιμεν

(우리는) 선언하기를 (바라다)

δογματίζοιτε

(너희는) 선언하기를 (바라다)

δογματίζοιεν

(그들은) 선언하기를 (바라다)

명령법단수 δογμάτιζε

(너는) 선언해라

δογματιζέτω

(그는) 선언해라

쌍수 δογματίζετον

(너희 둘은) 선언해라

δογματιζέτων

(그 둘은) 선언해라

복수 δογματίζετε

(너희는) 선언해라

δογματιζόντων, δογματιζέτωσαν

(그들은) 선언해라

부정사 δογματίζειν

선언하는 것

분사 남성여성중성
δογματιζων

δογματιζοντος

δογματιζουσα

δογματιζουσης

δογματιζον

δογματιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δογματίζομαι

(나는) 선언된다

δογματίζει, δογματίζῃ

(너는) 선언된다

δογματίζεται

(그는) 선언된다

쌍수 δογματίζεσθον

(너희 둘은) 선언된다

δογματίζεσθον

(그 둘은) 선언된다

복수 δογματιζόμεθα

(우리는) 선언된다

δογματίζεσθε

(너희는) 선언된다

δογματίζονται

(그들은) 선언된다

접속법단수 δογματίζωμαι

(나는) 선언되자

δογματίζῃ

(너는) 선언되자

δογματίζηται

(그는) 선언되자

쌍수 δογματίζησθον

(너희 둘은) 선언되자

δογματίζησθον

(그 둘은) 선언되자

복수 δογματιζώμεθα

(우리는) 선언되자

δογματίζησθε

(너희는) 선언되자

δογματίζωνται

(그들은) 선언되자

기원법단수 δογματιζοίμην

(나는) 선언되기를 (바라다)

δογματίζοιο

(너는) 선언되기를 (바라다)

δογματίζοιτο

(그는) 선언되기를 (바라다)

쌍수 δογματίζοισθον

(너희 둘은) 선언되기를 (바라다)

δογματιζοίσθην

(그 둘은) 선언되기를 (바라다)

복수 δογματιζοίμεθα

(우리는) 선언되기를 (바라다)

δογματίζοισθε

(너희는) 선언되기를 (바라다)

δογματίζοιντο

(그들은) 선언되기를 (바라다)

명령법단수 δογματίζου

(너는) 선언되어라

δογματιζέσθω

(그는) 선언되어라

쌍수 δογματίζεσθον

(너희 둘은) 선언되어라

δογματιζέσθων

(그 둘은) 선언되어라

복수 δογματίζεσθε

(너희는) 선언되어라

δογματιζέσθων, δογματιζέσθωσαν

(그들은) 선언되어라

부정사 δογματίζεσθαι

선언되는 것

분사 남성여성중성
δογματιζομενος

δογματιζομενου

δογματιζομενη

δογματιζομενης

δογματιζομενον

δογματιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδογμάτιζον

(나는) 선언하고 있었다

ἐδογμάτιζες

(너는) 선언하고 있었다

ἐδογμάτιζεν*

(그는) 선언하고 있었다

쌍수 ἐδογματίζετον

(너희 둘은) 선언하고 있었다

ἐδογματιζέτην

(그 둘은) 선언하고 있었다

복수 ἐδογματίζομεν

(우리는) 선언하고 있었다

ἐδογματίζετε

(너희는) 선언하고 있었다

ἐδογμάτιζον

(그들은) 선언하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδογματιζόμην

(나는) 선언되고 있었다

ἐδογματίζου

(너는) 선언되고 있었다

ἐδογματίζετο

(그는) 선언되고 있었다

쌍수 ἐδογματίζεσθον

(너희 둘은) 선언되고 있었다

ἐδογματιζέσθην

(그 둘은) 선언되고 있었다

복수 ἐδογματιζόμεθα

(우리는) 선언되고 있었다

ἐδογματίζεσθε

(너희는) 선언되고 있었다

ἐδογματίζοντο

(그들은) 선언되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ καὶ τὰ Σωκράτουσ καὶ τὰ Τιμαίου λέγων Πλάτων δογματίζει. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 51:5)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 51:5)

  • τὰ δ’ αὐτὰ καὶ περὶ τῆσ ἀκοῆσ καὶ τῶν λοιπῶν αἰσθήσεων δογματίζει. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, h, Kef. a'. PUQAGORAS 29:10)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, h, Kef. a'. PUQAGORAS 29:10)

  • >, ἐπεὶ περὶ τῶν αὐτῶν πραγμάτων παρ’ ὁντινοῦν ἄλλοτ’ ἄλλωσ ἀποφαίνεται καὶ οὐδὲν ὁρικῶσ δογματίζει περὶ τὴν ἀπόφασιν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 11:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 11:2)

유의어

  1. 선언하다

  2. to submit to ordinances

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION