헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διπλασιάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διπλασιάζω διπλασιάσω

형태분석: διπλασιάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from dipla/sios

  1. to double

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διπλασιάζω

διπλασιάζεις

διπλασιάζει

쌍수 διπλασιάζετον

διπλασιάζετον

복수 διπλασιάζομεν

διπλασιάζετε

διπλασιάζουσιν*

접속법단수 διπλασιάζω

διπλασιάζῃς

διπλασιάζῃ

쌍수 διπλασιάζητον

διπλασιάζητον

복수 διπλασιάζωμεν

διπλασιάζητε

διπλασιάζωσιν*

기원법단수 διπλασιάζοιμι

διπλασιάζοις

διπλασιάζοι

쌍수 διπλασιάζοιτον

διπλασιαζοίτην

복수 διπλασιάζοιμεν

διπλασιάζοιτε

διπλασιάζοιεν

명령법단수 διπλασίαζε

διπλασιαζέτω

쌍수 διπλασιάζετον

διπλασιαζέτων

복수 διπλασιάζετε

διπλασιαζόντων, διπλασιαζέτωσαν

부정사 διπλασιάζειν

분사 남성여성중성
διπλασιαζων

διπλασιαζοντος

διπλασιαζουσα

διπλασιαζουσης

διπλασιαζον

διπλασιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διπλασιάζομαι

διπλασιάζει, διπλασιάζῃ

διπλασιάζεται

쌍수 διπλασιάζεσθον

διπλασιάζεσθον

복수 διπλασιαζόμεθα

διπλασιάζεσθε

διπλασιάζονται

접속법단수 διπλασιάζωμαι

διπλασιάζῃ

διπλασιάζηται

쌍수 διπλασιάζησθον

διπλασιάζησθον

복수 διπλασιαζώμεθα

διπλασιάζησθε

διπλασιάζωνται

기원법단수 διπλασιαζοίμην

διπλασιάζοιο

διπλασιάζοιτο

쌍수 διπλασιάζοισθον

διπλασιαζοίσθην

복수 διπλασιαζοίμεθα

διπλασιάζοισθε

διπλασιάζοιντο

명령법단수 διπλασιάζου

διπλασιαζέσθω

쌍수 διπλασιάζεσθον

διπλασιαζέσθων

복수 διπλασιάζεσθε

διπλασιαζέσθων, διπλασιαζέσθωσαν

부정사 διπλασιάζεσθαι

분사 남성여성중성
διπλασιαζομενος

διπλασιαζομενου

διπλασιαζομενη

διπλασιαζομενης

διπλασιαζομενον

διπλασιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διπλασιάσω

διπλασιάσεις

διπλασιάσει

쌍수 διπλασιάσετον

διπλασιάσετον

복수 διπλασιάσομεν

διπλασιάσετε

διπλασιάσουσιν*

기원법단수 διπλασιάσοιμι

διπλασιάσοις

διπλασιάσοι

쌍수 διπλασιάσοιτον

διπλασιασοίτην

복수 διπλασιάσοιμεν

διπλασιάσοιτε

διπλασιάσοιεν

부정사 διπλασιάσειν

분사 남성여성중성
διπλασιασων

διπλασιασοντος

διπλασιασουσα

διπλασιασουσης

διπλασιασον

διπλασιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διπλασιάσομαι

διπλασιάσει, διπλασιάσῃ

διπλασιάσεται

쌍수 διπλασιάσεσθον

διπλασιάσεσθον

복수 διπλασιασόμεθα

διπλασιάσεσθε

διπλασιάσονται

기원법단수 διπλασιασοίμην

διπλασιάσοιο

διπλασιάσοιτο

쌍수 διπλασιάσοισθον

διπλασιασοίσθην

복수 διπλασιασοίμεθα

διπλασιάσοισθε

διπλασιάσοιντο

부정사 διπλασιάσεσθαι

분사 남성여성중성
διπλασιασομενος

διπλασιασομενου

διπλασιασομενη

διπλασιασομενης

διπλασιασομενον

διπλασιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔτε δὲ τὴν διάνοιαν ἐκεῖνοι συμβάλλειν δυνάμενοι καὶ περὶ τὴν τοῦ βωμοῦ κατασκευὴν γελοῖα πάσχοντεσ ἑ̔κάστησ γὰρ τῶν τεσσάρων πλευρῶν διπλασιαζομένησ, ἔλαθον τῇ αὐξήσει τόπον στερεὸν ὀκταπλάσιον ἀπεργασάμενοι, δι’ ἀπειρίαν ἀναλογίασ ἣ τῷ μήκει διπλάσιον παρέχεταἰ, Πλάτωνα τῆσ ἀπορίασ ἐπεκαλοῦντο βοηθόν. (Plutarch, De genio Socratis, section 7 1:8)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 7 1:8)

유의어

  1. to double

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION