Ancient Greek-English Dictionary Language

διπάλαιστος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: διπάλαιστος διπάλαιστον

Structure: διπαλαιστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: palaisth/

Sense

  1. two palms broad

Examples

  • μετὰ δὲ ταῦτα παρέστησαν τὴν τοῦτο κομιοῦσαν ἁρμάμαξαν, ἧσ κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ, ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον, ἧσ ἦν τὸ μὲν πλάτοσ ὀκτὼ πηχῶν, τὸ δὲ μῆκοσ δώδεκα, ὑπὸ δὲ τὴν ὑπωροφίαν παρ’ ὅλον τὸ ἔργον θριγκὸσ χρυσοῦσ, τῷ σχήματι τετράγωνοσ, ἔχων τραγελάφων προτομὰσ ἐκτύπουσ, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι χρυσοῖ διπάλαιστοι, δι’ ὧν κατακεκρέμαστο στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖσ διαπρεπῶσ κατηνθισμένον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 5:1)

Synonyms

  1. two palms broad

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION