Ancient Greek-English Dictionary Language

διπόδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διπόδης διπόδες

Structure: διποδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pou/s

Sense

  1. two feet long, broad

Examples

  • καὶ τὴν μέν γέ που τῶν βιαίων τυραννικήν, τὴν δὲ ἑκούσιον καὶ ἑκουσίων διπόδων ἀγελαιοκομικὴν ζῴων προσειπόντεσ πολιτικήν, τὸν ἔχοντα αὖ τέχνην ταύτην καὶ ἐπιμέλειαν ὄντωσ ὄντα βασιλέα καὶ πολιτικὸν ἀποφαινώμεθα; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 119:5)
  • οἳ μὲν δίποδεσ καλέονται, οἳ δὲ ζεγέριεσ τὸ δὲ οὔνομα τοῦτο ἐστὶ μὲν Λιβυστικόν, δύναται δὲ κατ’ Ἑλλάδα γλῶσσαν βουνοί, οἳ δὲ ἐχινέεσ. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 192 3:2)

Synonyms

  1. two feet long

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION