헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διοχλέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διοχλέω διοχλήσω

형태분석: δι (접두사) + ὀχλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to trouble or annoy exceedingly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διοχλῶ

διοχλεῖς

διοχλεῖ

쌍수 διοχλεῖτον

διοχλεῖτον

복수 διοχλοῦμεν

διοχλεῖτε

διοχλοῦσιν*

접속법단수 διοχλῶ

διοχλῇς

διοχλῇ

쌍수 διοχλῆτον

διοχλῆτον

복수 διοχλῶμεν

διοχλῆτε

διοχλῶσιν*

기원법단수 διοχλοῖμι

διοχλοῖς

διοχλοῖ

쌍수 διοχλοῖτον

διοχλοίτην

복수 διοχλοῖμεν

διοχλοῖτε

διοχλοῖεν

명령법단수 διόχλει

διοχλείτω

쌍수 διοχλεῖτον

διοχλείτων

복수 διοχλεῖτε

διοχλούντων, διοχλείτωσαν

부정사 διοχλεῖν

분사 남성여성중성
διοχλων

διοχλουντος

διοχλουσα

διοχλουσης

διοχλουν

διοχλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διοχλοῦμαι

διοχλεῖ, διοχλῇ

διοχλεῖται

쌍수 διοχλεῖσθον

διοχλεῖσθον

복수 διοχλούμεθα

διοχλεῖσθε

διοχλοῦνται

접속법단수 διοχλῶμαι

διοχλῇ

διοχλῆται

쌍수 διοχλῆσθον

διοχλῆσθον

복수 διοχλώμεθα

διοχλῆσθε

διοχλῶνται

기원법단수 διοχλοίμην

διοχλοῖο

διοχλοῖτο

쌍수 διοχλοῖσθον

διοχλοίσθην

복수 διοχλοίμεθα

διοχλοῖσθε

διοχλοῖντο

명령법단수 διοχλοῦ

διοχλείσθω

쌍수 διοχλεῖσθον

διοχλείσθων

복수 διοχλεῖσθε

διοχλείσθων, διοχλείσθωσαν

부정사 διοχλεῖσθαι

분사 남성여성중성
διοχλουμενος

διοχλουμενου

διοχλουμενη

διοχλουμενης

διοχλουμενον

διοχλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τυραννίδι γὰρ οὐ κερδαίνεται τὸ ἡδὺ οὐδὲ μεθ’ ὕβρεωσ ἀποχρῆται, οὐκ εἰσ τὰ χρήματα λελυπῆσθαι καὶ γαμετάσ, ἀλλὰ τὸ πᾶν κέρδοσ ἐκ τοῦ πανοικεσίᾳ διοχλουμένου τῶν ἐχθρῶν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 200:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 200:1)

유의어

  1. to trouble or annoy exceedingly

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION