헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διορθόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διορθόω διορθώσω

형태분석: δι (접두사) + ὀρθό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 얽다, 물다, 먹다, 채우다, 결심하다, 결정하다, 완성하다, 가득 채우다
  1. to make quite straight, set right, amend, to make up, to amend for oneself, to take full security for . .

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διόρθω

(나는) 얽는다

διόρθοις

(너는) 얽는다

διόρθοι

(그는) 얽는다

쌍수 διόρθουτον

(너희 둘은) 얽는다

διόρθουτον

(그 둘은) 얽는다

복수 διόρθουμεν

(우리는) 얽는다

διόρθουτε

(너희는) 얽는다

διόρθουσιν*

(그들은) 얽는다

접속법단수 διόρθω

(나는) 얽자

διόρθοις

(너는) 얽자

διόρθοι

(그는) 얽자

쌍수 διόρθωτον

(너희 둘은) 얽자

διόρθωτον

(그 둘은) 얽자

복수 διόρθωμεν

(우리는) 얽자

διόρθωτε

(너희는) 얽자

διόρθωσιν*

(그들은) 얽자

기원법단수 διόρθοιμι

(나는) 얽기를 (바라다)

διόρθοις

(너는) 얽기를 (바라다)

διόρθοι

(그는) 얽기를 (바라다)

쌍수 διόρθοιτον

(너희 둘은) 얽기를 (바라다)

διορθοίτην

(그 둘은) 얽기를 (바라다)

복수 διόρθοιμεν

(우리는) 얽기를 (바라다)

διόρθοιτε

(너희는) 얽기를 (바라다)

διόρθοιεν

(그들은) 얽기를 (바라다)

명령법단수 διο͂ρθου

(너는) 얽어라

διορθοῦτω

(그는) 얽어라

쌍수 διόρθουτον

(너희 둘은) 얽어라

διορθοῦτων

(그 둘은) 얽어라

복수 διόρθουτε

(너희는) 얽어라

διορθοῦντων, διορθοῦτωσαν

(그들은) 얽어라

부정사 διόρθουν

얽는 것

분사 남성여성중성
διορθων

διορθουντος

διορθουσα

διορθουσης

διορθουν

διορθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διόρθουμαι

(나는) 얽어진다

διόρθοι

(너는) 얽어진다

διόρθουται

(그는) 얽어진다

쌍수 διόρθουσθον

(너희 둘은) 얽어진다

διόρθουσθον

(그 둘은) 얽어진다

복수 διορθοῦμεθα

(우리는) 얽어진다

διόρθουσθε

(너희는) 얽어진다

διόρθουνται

(그들은) 얽어진다

접속법단수 διόρθωμαι

(나는) 얽어지자

διόρθοι

(너는) 얽어지자

διόρθωται

(그는) 얽어지자

쌍수 διόρθωσθον

(너희 둘은) 얽어지자

διόρθωσθον

(그 둘은) 얽어지자

복수 διορθώμεθα

(우리는) 얽어지자

διόρθωσθε

(너희는) 얽어지자

διόρθωνται

(그들은) 얽어지자

기원법단수 διορθοίμην

(나는) 얽어지기를 (바라다)

διόρθοιο

(너는) 얽어지기를 (바라다)

διόρθοιτο

(그는) 얽어지기를 (바라다)

쌍수 διόρθοισθον

(너희 둘은) 얽어지기를 (바라다)

διορθοίσθην

(그 둘은) 얽어지기를 (바라다)

복수 διορθοίμεθα

(우리는) 얽어지기를 (바라다)

διόρθοισθε

(너희는) 얽어지기를 (바라다)

διόρθοιντο

(그들은) 얽어지기를 (바라다)

명령법단수 διόρθου

(너는) 얽어져라

διορθοῦσθω

(그는) 얽어져라

쌍수 διόρθουσθον

(너희 둘은) 얽어져라

διορθοῦσθων

(그 둘은) 얽어져라

복수 διόρθουσθε

(너희는) 얽어져라

διορθοῦσθων, διορθοῦσθωσαν

(그들은) 얽어져라

부정사 διόρθουσθαι

얽어지는 것

분사 남성여성중성
διορθουμενος

διορθουμενου

διορθουμενη

διορθουμενης

διορθουμενον

διορθουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διῶρθουν

(나는) 얽고 있었다

διῶρθους

(너는) 얽고 있었다

διῶρθουν*

(그는) 얽고 있었다

쌍수 διώρθουτον

(너희 둘은) 얽고 있었다

διωρθοῦτην

(그 둘은) 얽고 있었다

복수 διώρθουμεν

(우리는) 얽고 있었다

διώρθουτε

(너희는) 얽고 있었다

διῶρθουν

(그들은) 얽고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διωρθοῦμην

(나는) 얽어지고 있었다

διώρθου

(너는) 얽어지고 있었다

διώρθουτο

(그는) 얽어지고 있었다

쌍수 διώρθουσθον

(너희 둘은) 얽어지고 있었다

διωρθοῦσθην

(그 둘은) 얽어지고 있었다

복수 διωρθοῦμεθα

(우리는) 얽어지고 있었다

διώρθουσθε

(너희는) 얽어지고 있었다

διώρθουντο

(그들은) 얽어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γεγονὼσ γάρ, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, Δημέου πατρόσ, ὡσ καὶ ὑμῶν οἱ πρεσβύτεροι γινώσκουσι, τὸν μὲν ἄλλον χρόνον οὕτωσ ἔζων ὡσ ἐδυνάμην, οὔτε κοινῇ τὸν δῆμον ἀδικῶν οὔτ’ ἰδίᾳ λυπῶν οὐδένα τῶν ἐν τῇ πόλει, πειρώμενοσ δ’ ἀεὶ τοῖσ ἰδίοισ πόνοισ τὴν ἀσθένειαν τοῦ βίου διορθοῦσθαι. (Demades, On the Twelve Years, 7:2)

    (데마데스, On the Twelve Years, 7:2)

  • ἐπειδὴ δ’ οὕτωσ ἀτόπωσ ἔνιοι διάκεινται, ὥστε πόλεισ καταλαμβάνοντοσ ἐκείνου καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων ἔχοντοσ καὶ πάντασ ἀνθρώπουσ ἀδικοῦντοσ ἀνέχεσθαί τινων ἐν ταῖσ ἐκκλησίαισ λεγόντων πολλάκισ ὡσ ἡμῶν τινέσ εἰσιν οἱ ποιοῦντεσ τὸν πόλεμον, ἀνάγκη φυλάττεσθαι καὶ διορθοῦσθαι περὶ τούτου· (Demosthenes, Speeches, 8:2)

    (데모스테네스, Speeches, 8:2)

  • ἐν ταῖσ ἁψῖσι τῶν Βλαχερνῶν θεῖοσ Ιοὐστῖνοσ, Σοφίησ πόσισ, ᾧ πόρε Χριστὸσ πάντα διορθοῦσθαι, καὶ κλέοσ ἐν πολέμοισ, μητρὸσ ἀπειρογάμοιο δόμον σκάζοντα νοήσασ, σαθρὸν ἀποσκεδάσασ τεῦξέ μιν ἀσφαλέωσ. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 21)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 21)

  • Ἢν δὲ πρόσθεν, ἀμφὶ ὀθόνιον ξυνειλεγμένον, εὐόγκον, ξυγκάμπτοντα ἅμα διορθοῦσθαι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 13.2)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 13.2)

  • Ἐπεὶ τὰ σμικρὸν ὠλισθηκότα ἐκ γενεῆσ, ἔνια οἱᾶ́ τε διορθοῦσθαι‧ μάλιστα δὲ ποδὸσ κύλλωσισ‧ κυλλώσιοσ γὰρ οὐχ εἷσ ἐστι τρόποσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 32.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 32.1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION