헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διοπεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διοπεύω

형태분석: διοπεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from di/opos

  1. to be in charge of a ship

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διοπεύω

διοπεύεις

διοπεύει

쌍수 διοπεύετον

διοπεύετον

복수 διοπεύομεν

διοπεύετε

διοπεύουσιν*

접속법단수 διοπεύω

διοπεύῃς

διοπεύῃ

쌍수 διοπεύητον

διοπεύητον

복수 διοπεύωμεν

διοπεύητε

διοπεύωσιν*

기원법단수 διοπεύοιμι

διοπεύοις

διοπεύοι

쌍수 διοπεύοιτον

διοπευοίτην

복수 διοπεύοιμεν

διοπεύοιτε

διοπεύοιεν

명령법단수 διόπευε

διοπευέτω

쌍수 διοπεύετον

διοπευέτων

복수 διοπεύετε

διοπευόντων, διοπευέτωσαν

부정사 διοπεύειν

분사 남성여성중성
διοπευων

διοπευοντος

διοπευουσα

διοπευουσης

διοπευον

διοπευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διοπεύομαι

διοπεύει, διοπεύῃ

διοπεύεται

쌍수 διοπεύεσθον

διοπεύεσθον

복수 διοπευόμεθα

διοπεύεσθε

διοπεύονται

접속법단수 διοπεύωμαι

διοπεύῃ

διοπεύηται

쌍수 διοπεύησθον

διοπεύησθον

복수 διοπευώμεθα

διοπεύησθε

διοπεύωνται

기원법단수 διοπευοίμην

διοπεύοιο

διοπεύοιτο

쌍수 διοπεύοισθον

διοπευοίσθην

복수 διοπευοίμεθα

διοπεύοισθε

διοπεύοιντο

명령법단수 διοπεύου

διοπευέσθω

쌍수 διοπεύεσθον

διοπευέσθων

복수 διοπεύεσθε

διοπευέσθων, διοπευέσθωσαν

부정사 διοπεύεσθαι

분사 남성여성중성
διοπευομενος

διοπευομενου

διοπευομενη

διοπευομενης

διοπευομενον

διοπευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be in charge of a ship

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION