Ancient Greek-English Dictionary Language

διευτυχέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διευτυχέω διευτυχήσω

Structure: δι (Prefix) + εὐτυχέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to continue prosperous

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διευτύχω διευτύχεις διευτύχει
Dual διευτύχειτον διευτύχειτον
Plural διευτύχουμεν διευτύχειτε διευτύχουσιν*
SubjunctiveSingular διευτύχω διευτύχῃς διευτύχῃ
Dual διευτύχητον διευτύχητον
Plural διευτύχωμεν διευτύχητε διευτύχωσιν*
OptativeSingular διευτύχοιμι διευτύχοις διευτύχοι
Dual διευτύχοιτον διευτυχοίτην
Plural διευτύχοιμεν διευτύχοιτε διευτύχοιεν
ImperativeSingular διευτῦχει διευτυχεῖτω
Dual διευτύχειτον διευτυχεῖτων
Plural διευτύχειτε διευτυχοῦντων, διευτυχεῖτωσαν
Infinitive διευτύχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διευτυχων διευτυχουντος διευτυχουσα διευτυχουσης διευτυχουν διευτυχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διευτύχουμαι διευτύχει, διευτύχῃ διευτύχειται
Dual διευτύχεισθον διευτύχεισθον
Plural διευτυχοῦμεθα διευτύχεισθε διευτύχουνται
SubjunctiveSingular διευτύχωμαι διευτύχῃ διευτύχηται
Dual διευτύχησθον διευτύχησθον
Plural διευτυχώμεθα διευτύχησθε διευτύχωνται
OptativeSingular διευτυχοίμην διευτύχοιο διευτύχοιτο
Dual διευτύχοισθον διευτυχοίσθην
Plural διευτυχοίμεθα διευτύχοισθε διευτύχοιντο
ImperativeSingular διευτύχου διευτυχεῖσθω
Dual διευτύχεισθον διευτυχεῖσθων
Plural διευτύχεισθε διευτυχεῖσθων, διευτυχεῖσθωσαν
Infinitive διευτύχεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διευτυχουμενος διευτυχουμενου διευτυχουμενη διευτυχουμενης διευτυχουμενον διευτυχουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀνθρώπων τὸ μὴ πάντα διευτυχεῖν· (Plutarch, De superstitione, section 6 5:1)
  • διὰ τοῦτο γὰρ οἱ νόμοι καθ’ ἕκαστον ἔτοσ ποιοῦσιν τὰσ ἀντιδόσεισ, ὅτι τὸ διευτυχεῖν συνεχῶσ τῇ οὐσίᾳ οὐ πολλοῖσ τῶν πολιτῶν διαμένειν εἴθισται. (Demosthenes, Speeches 41-50, 5:2)
  • ἔδει δὲ ἄρα καὶ τοῦτον ἄνθρωπον ὄντα μὴ πάντα διευτυχεῖν, ἀλλ’ ἀπολαῦσαί τι τοῦ φθονεροῦ δαίμονοσ, ὃσ αὐτὸν ἐκ μικροῦ μέγαν ἐν ὀλίγῳ θεὶσ χρόνῳ καὶ εἰσ ἐπιφάνειαν θαυμαστὴν καὶ παράδοξον ἐξάρασ κατέβαλε φέρων αὐθημερὸν εἰσ ἄχαριν συμφορὰν ἀδελφοκτόνον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 21 1:1)

Synonyms

  1. to continue prosperous

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION