Ancient Greek-English Dictionary Language

διατρώγω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διατρώγω διατρώξομαι διέτραγον

Structure: δια (Prefix) + τρώγ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to gnaw through

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρώγω διατρώγεις διατρώγει
Dual διατρώγετον διατρώγετον
Plural διατρώγομεν διατρώγετε διατρώγουσιν*
SubjunctiveSingular διατρώγω διατρώγῃς διατρώγῃ
Dual διατρώγητον διατρώγητον
Plural διατρώγωμεν διατρώγητε διατρώγωσιν*
OptativeSingular διατρώγοιμι διατρώγοις διατρώγοι
Dual διατρώγοιτον διατρωγοίτην
Plural διατρώγοιμεν διατρώγοιτε διατρώγοιεν
ImperativeSingular διατρώγε διατρωγέτω
Dual διατρώγετον διατρωγέτων
Plural διατρώγετε διατρωγόντων, διατρωγέτωσαν
Infinitive διατρώγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατρωγων διατρωγοντος διατρωγουσα διατρωγουσης διατρωγον διατρωγοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρώγομαι διατρώγει, διατρώγῃ διατρώγεται
Dual διατρώγεσθον διατρώγεσθον
Plural διατρωγόμεθα διατρώγεσθε διατρώγονται
SubjunctiveSingular διατρώγωμαι διατρώγῃ διατρώγηται
Dual διατρώγησθον διατρώγησθον
Plural διατρωγώμεθα διατρώγησθε διατρώγωνται
OptativeSingular διατρωγοίμην διατρώγοιο διατρώγοιτο
Dual διατρώγοισθον διατρωγοίσθην
Plural διατρωγοίμεθα διατρώγοισθε διατρώγοιντο
ImperativeSingular διατρώγου διατρωγέσθω
Dual διατρώγεσθον διατρωγέσθων
Plural διατρώγεσθε διατρωγέσθων, διατρωγέσθωσαν
Infinitive διατρώγεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατρωγομενος διατρωγομενου διατρωγομενη διατρωγομενης διατρωγομενον διατρωγομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to gnaw through

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION