- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαστίλβω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: diastilbō 고전 발음: [디아띨보:] 신약 발음: [디아띨보]

기본형: διαστίλβω διαστίλψω

형태분석: δια (접두사) + στίλβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to gleam through

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστίλβω

διαστίλβεις

διαστίλβει

쌍수 διαστίλβετον

διαστίλβετον

복수 διαστίλβομεν

διαστίλβετε

διαστίλβουσι(ν)

접속법단수 διαστίλβω

διαστίλβῃς

διαστίλβῃ

쌍수 διαστίλβητον

διαστίλβητον

복수 διαστίλβωμεν

διαστίλβητε

διαστίλβωσι(ν)

기원법단수 διαστίλβοιμι

διαστίλβοις

διαστίλβοι

쌍수 διαστίλβοιτον

διαστιλβοίτην

복수 διαστίλβοιμεν

διαστίλβοιτε

διαστίλβοιεν

명령법단수 διαστίλβε

διαστιλβέτω

쌍수 διαστίλβετον

διαστιλβέτων

복수 διαστίλβετε

διαστιλβόντων, διαστιλβέτωσαν

부정사 διαστίλβειν

분사 남성여성중성
διαστιλβων

διαστιλβοντος

διαστιλβουσα

διαστιλβουσης

διαστιλβον

διαστιλβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστίλβομαι

διαστίλβει, διαστίλβῃ

διαστίλβεται

쌍수 διαστίλβεσθον

διαστίλβεσθον

복수 διαστιλβόμεθα

διαστίλβεσθε

διαστίλβονται

접속법단수 διαστίλβωμαι

διαστίλβῃ

διαστίλβηται

쌍수 διαστίλβησθον

διαστίλβησθον

복수 διαστιλβώμεθα

διαστίλβησθε

διαστίλβωνται

기원법단수 διαστιλβοίμην

διαστίλβοιο

διαστίλβοιτο

쌍수 διαστίλβοισθον

διαστιλβοίσθην

복수 διαστιλβοίμεθα

διαστίλβοισθε

διαστίλβοιντο

명령법단수 διαστίλβου

διαστιλβέσθω

쌍수 διαστίλβεσθον

διαστιλβέσθων

복수 διαστίλβεσθε

διαστιλβέσθων, διαστιλβέσθωσαν

부정사 διαστίλβεσθαι

분사 남성여성중성
διαστιλβομενος

διαστιλβομενου

διαστιλβομενη

διαστιλβομενης

διαστιλβομενον

διαστιλβομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to gleam through

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION